Εγκαινιάζουμε το ιστολόγιο αυτό με το ένα και μοναδικό κείμενο κινηματογραφικής κριτικής (αν είναι δόκιμος ο όρος...) που έγραψε ο Ερνέστος Μπαβάς, όσο ήταν ακόμη μαζί μας. Το κείμενο αναφέρεται στην Επέλαση των βαρβάρων (2003).
Την ταινία θα θέλαμε να την ξαναδούμε προκειμένου να αποφανθούμε κατά πόσο συμφωνούμε ή όχι με όσα γράφει ο Μπαβάς. Το κείμενο ωστόσο εξακολουθεί να μας εμπνέει όσο και την πρώτη φορά που το διαβάσαμε. Και να μας θυμίζει με τον τρόπο του τι αναζητούμε βλέποντας ταινίες, επιμένοντας να βλέπουμε με πάθος κινηματογράφο. Ξεκινάμε λοιπόν.
Σκέψεις
με αφορμή μια ταινία #1
Του Ερνέστου Μπαβά
Είναι μια συνήθεια που έχω από μικρός να
βλέπω ξανά και ξανά τις ταινίες, συνήθως έπειτα από μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Κάθε ταινία; Εύλογη ερώτηση. Όχι, φυσικά. Κάποιες, συγκεκριμένες ταινίες. Κι
αυτό, για μένα, αποτελεί ένα σημαντικό κριτήριο ποιότητας.
Είμαι σίγουρος πως τις περισσότερες ταινίες
που έχω δει (και θα δω στο μέλλον) δεν πρόκειται να (θελήσω να) τις ξαναδώ.
Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως δεν τις
θεωρώ αξιόλογες, ταινίες με αρετές και κάποια αξία. Σημαίνει, ωστόσο, πως
πρόκειται για ταινίες, των οποίων οι αρετές και η όποια αξία δεν με αφορούν.
Αυτές οι ταινίες, όσο ενδιαφέρουσες κι αν ήταν (στην εποχή τους ή και σε μια
εποχή που «συμπίπτει» με την δικιά μου) δεν επικοινώνησαν μ’ εκείνο το
ξεχωριστό κομμάτι της ιδιοσυστασίας μου, δεν έκαναν εκείνη την ιδιαίτερη
εσώτερη χορδή να κουνηθεί και ν’ αντηχήσει. Το αν πρόκειται για «δύσκολες» ή μη
ταινίες, εδώ, είναι αδιάφορο. Για παράδειγμα, ξέρω πως (αν ζήσω τουλάχιστον
δυο-τρία χρόνια ακόμα) θα ξαναδώ το Αντρέι
Ρουμπλιόφ. Το Old Boy, πάλι,
όχι. Ή, πλέον, την Επέλαση των Βαρβάρων,
η οποία και είναι η ταινία στην οποία αναφέρεται ο τίτλος αυτού του κειμένου.
Πριν από λίγες μέρες είδα για
δεύτερη φορά, σε DVD τώρα, την ταινία του Ντενί
Αρκάν. Όταν την είχα πρωτοδεί στο σινεμά, είχα ενθουσιαστεί. Μια έξυπνη,
καλοκουρδισμένη, πολυφωνική ταινία χαρακτήρων που προσέγγιζε με χαμηλότονο,
πλην υπογείως λυρικό τρόπο τον θάνατο και παραπλεύρως μια σειρά ακόμα θεμάτων
(χάσμα γενεών, φιλία, έρωτας vs. συμβάσεις, ευθανασία…και διάφορα άλλα),
ασκώντας παράλληλα μια συγκρατημένη, αλλά «κοφτερή» κριτική στη «νέα τάξη
πραγμάτων», ή αλλιώς στην «επέλαση των βαρβάρων» («νεοφιλελευθερισμός»,
πολιτική του φόβου, κομφορμισμός, αποξένωση, τεχνο-γραφειοκράτες κτλ.). Μια
εκλεκτή αντιπροσωπεία της «ανατρεπτικής» γενιάς του ’60 που πίστεψε για λίγο
ότι θ’ αλλάξει τον κόσμο κοιτάει μελαγχολικά τον κόσμο που όντως άλλαξε, με τη
λιγότερο ή περισσότερο σιωπηρή συγκατάθεσή της, τουλάχιστον, προς μια εντελώς
διαφορετική κατεύθυνση από αυτήν που τότε, υποτίθεται, οραματίστηκε κι
ευαγγελίστηκε για να σμίξει ξανά σήμερα και να κάνει ανασκόπηση των
πεπραγμένων, να νοσταλγήσει, να φτιάξει μια λίστα με εκείνα «για τα οποία
αξίζει να ζει κανείς» και να κλείσει τα μάτια, παραχωρώντας τη σκυτάλη στην
επόμενη γενιά, η οποία μπορεί να μην είναι έτσι όπως ιδεατά θα την ήθελε, αλλά
στην τελική ίσως να ‘ναι και καλύτερη. Ή κάπως έτσι.
«Υποδειγματικά» καλογραμμένο σενάριο, με
«σπαρταριστούς» διαλόγους, «εξαιρετικός» συνδυασμός χιούμορ, μελαγχολίας,
δράματος (συγκρούσεων) και στοχασμού, πετυχημένο casting, «σωστή» διεύθυνση
ηθοποιών, διακριτική, αλλά αποτελεσματική σκηνοθεσία.
Την πρώτη φορά, συγκίνηση κι αγαλλίαση. Τη
δεύτερη, δεν με άγγιξε καθόλου. Είμαι βέβαιος ότι η ταινία δεν άλλαξε. Άρα;
Το ένα βασικό σημείο, όπως άφησα να
εννοηθεί, είναι ότι στο διάστημα που μεσολάβησε εγώ άλλαξα. Ας το ξεχάσουμε, όμως, αυτό το σκέλος προς το παρόν
(ίσως για κάποιο άλλο κείμενο, εάν ευοδωθεί τούτη η προσπάθεια μέσα στην
επικίνδυνη ηλεκτρονική ζούγκλα…).
Το άλλο έχει να κάνει με το ότι η δεύτερη
προβολή «φώτισε» την ταινία καλύτερα. Και πως μαζί με ό,τι άλλο αποκάλυψε,
φανέρωσε τις ραφές της Επέλασης, τον
τρόπο κατασκευής της. Εδώ θα ήθελα να
εστιάσω.
Κάθε ταινία είναι κατασκευασμένη. Ακόμα κι
εκείνες που αποτελούνται από ένα σταθερό πλάνο, εφόσον απαιτούν μια κάμερα να
στηθεί σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο και να τραβήξει ένα συγκεκριμένο θέμα (π.χ.
έναν άνδρα που κοιμάται) για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Θέλω να πω πως
κι εκεί ακόμα υπάρχουν η πρόθεση, οι επιλογές, ο χρόνος. Σε κάθε ταινία, κάποια δεδομένη στιγμή, ο σκηνοθέτης
(συνήθως), είτε δέκα χρόνια πριν το γύρισμα, είτε λίγα λεπτά (ή και
δευτερόλεπτα;) πριν ακουστεί το «πάμε», πρέπει να επιλέξει τουλάχιστον που θα
τοποθετήσει την κάμερα και πόσην ώρα θα την αφήσει να «γράφει». Ας αφήσουμε
στην άκρη το πώς θα οργανώσει το κάδρο του, το οποίο σχετίζεται με τους
ηθοποιούς και τη διεύθυνσή τους, την σκηνογραφία, τον φωτισμό, και, τέλος, το
υλικό του σαν σύνολο (μοντάζ)…
Η Επέλαση των Βαρβάρων δεν θα μπορούσε ν’ αποτελεί εξαίρεση. Επομένως, δεν πρόκειται γι’
αυτό. Αλλά;
Η ταινία του Αρκάν είναι, θα έλεγα, υπερ-κατασκευασμένη. Μου έδινε την
αίσθηση ότι ως ταινία ήταν απολύτως προσχεδιαμένη και βάσει αυτού του σχεδίου
«εκτελεσμένη», δίχως την παραμικρή παρέκκλιση. Σε σημείο τέτοιο που η ταινία
δεν ανέπνεε. Το σενάριο, η δραματουργία, οι ερμηνείες, όλα, ήταν τόσο
επεξεργασμένα από πριν, τόσο καλοδουλεμένα και καλοτοποθετημένα, ώστε, στην
περίπτωσή μου, εμποδιζόταν ο,τιδήποτε άλλο πέρα από μια «φιλολογική» πρόσληψη
της ταινίας, σε σημείο, δηλαδή, τέτοιο που ακυρωνόταν το βίωμα (η ένσταση ότι αυτό ίσως να οφειλόταν στο ότι απλά είχα ξαναδεί την ταινία, είναι
δικαιολογημένη μεν, ανεπαρκής δε, καθώς σε άλλες ταινίες δεν συνέβη τίποτα το
παρόμοιο ακόμα και την τρίτη ή και την τέταρτη φορά που τις είδα).
Κάποιος μπορεί να πει: ο Αρκάν ήξερε ακριβώς
τι ήθελε να πει, πως να το πει και το είπε. Μα έτσι, εξάλλου, δεν πρέπει να
γίνεται;
Η απάντησή μου: Ναι, βεβαίως, εάν κι εφόσον
αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να φτιάξουμε μια «καλή» ταινία.
Όχι, αν αυτό που μας ενδιαφέρει είναι κάτι
άλλο.
Τι άλλο,
όμως;
Ο θάνατος ο ίδιος, κι όχι μια ταινία για τον θάνατο. Ο έρωτας ο ίδιος, κι όχι
μια ταινία για τον έρωτα.
Διότι εάν μας ενδιαφέρει ο θάνατος ο ίδιος ή
ο έρωτας ο ίδιος και θέλουμε να κάνουμε μια ταινία, τότε τα πράγματα αλλάζουν
ριζικά. Κι αυτό επειδή τότε το ζητούμενο, κατά τη γνώμη μου, είναι η αλήθεια
του βλέμματος ενός συγκεκριμένου ανθρώπου (εκείνου που συνηθίζουμε να
ονομάζουμε σκηνοθέτη) πάνω στον κόσμο
και συγχρόνως μέσα στον κόσμο. Ενός
βλέμματος, το οποίο συνδέοντας το μέσα
και το έξω , δημιουργώντας μια
ζωντανή σχέση ανάμεσά τους, αποκαλύπτει αυτό που είναι, και το οποίο είναι, ακριβώς, μέσα από την ειλικρίνεια του
βλέμματός του. Δίχως με αυτό που λέω να απορρίπτω την αφήγηση ιστοριών μέσα από
τον κινηματογράφο, πιστεύω πως αυτό που έχουν να προσφέρουν οι εικόνες και οι
ήχοι μαζί (από μια άποψη, αυτό είναι
ο κινηματογράφος) είναι κάτι ασύγκριτα πιο ενδιαφέρον και απολαυστικό, κάτι
βαθύτερο και ανοικτότερο από ο,τιδήποτε θέλει να «τακτοποιήσει» τα πράγματα, να
επιβληθεί δηλαδή πάνω σε αυτά.
Ο Ντενί Αρκάν, αντιθέτως, προσέγγισε τα
πάντα στην ταινία διανοητικά, με χάρακα, χαρτί και μολύβι, με πρόγραμμα και
μέτρο. Προσέξτε, για παράδειγμα, την εντελώς συμβατική χρήση της μουσικής. Όλα
είναι στη θέση τους, τακτοποιημένα και ξεκάθαρα. Κανένα κενό, κανένα χάσμα,
καμία ρωγμή. Κι ο θεατής; Που ακριβώς θα χωρέσει ο θεατής; Εγώ, δηλαδή…
Φυσικά και δεν κατακρίνω τη διανοητική
επεξεργασία καθεαυτή (θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον, μάλιστα, μια σύγκριση με τις 71 Συμπτώσεις, ταινία «κατεξοχήν
εγκεφαλική», προς άρση διαφόρων πιθανών αντιρρήσεων). Χωρίς αυτήν, μάλιστα,
αμφιβάλλω αν μια ταινία θα μπορούσε
να κατασκευαστεί. Αρνούμαι, ωστόσο, να της αποδώσω τα πρωτεία και υποστηρίζω
ότι μια ταινία, στην οποία το (δια)νοητικό στοιχείο υπερισχύει όλων των άλλων
(και αυτό συμβαίνει, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, στη «συναισθηματική» Επέλαση
των Βαρβάρων) δεν μπορεί να είναι ποτέ κάτι άλλο
(όπως άλλο είναι ας πούμε το Happy Together), παρά
μονάχα μια (εξαιρετική, ενδεχομένως) ταινία.
Ο Αρκάν είπε: «θα πάμε εκεί, στο τάδε μέρος,
από αυτήν την διαδρομή και σε τόσην ώρα». Το ‘πε και το ΄κανε. Μπράβο του. Αλλά
αυτό είναι τουριστική εκδρομή, δεν είναι ταξίδι.
Εμένα, όμως, μου αρέσουν τα ταξίδια. Τα ταξίδια που προσπαθούν, έστω,
ν’ αγγίξουν αυτό το άλλο.