3 Αυγούστου 2015

Citizen Kane: Η καλύτερη ταινία όλων των εποχών





Της Υακίνθης Βουλέλη (από εδώ)


Μια ιστορία απελπισίας -όπως συμβαίνει στα μεγάλα έργα- η ιστορία του άντρα που έχτισε αυτοκρατορίες, του πανίσχυρου μεγαλοεκδότη Τσαρλς Φόστερ Κέιν, βραβεύτηκε και πάλι το 2015 από το BBC poll ως η σπουδαιότερη ταινία του αμερικανικού σινεμά. Και θα συνεχίσει να βραβεύεται.

Κατέχοντας ήδη την 1η θέση κατά το βρετανικό περιοδικό Sight & Sound (μέχρι το 2012 που 1ο ήρθε το Vertigo του Αλφρεντ Χίτσκοκ) και έχοντας ψηφιστεί το 1998 αλλά και το 2007 από το American Film Institute ως η καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ, ο Citizen Kane φαίνεται πως είναι παραπάνω από κλασικός.

Η σύλληψη του Ορσον Γουέλς είναι για τον κινηματογράφο ό,τι είναι η προσφορά του Σέξπιρ για το θέατρο.

Είναι το άσμα της αέναης προσπάθειας για επιστροφή στη χαμένη ασφάλεια, την αγάπη και την αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Η ελεγεία για έναν ήρωα που ενώ έχει στα χέρια του την ύψιστη εξουσία, την εξουσία του Τύπου, νιώθει ακυβέρνητος και απόλυτα, εκκωφαντικά μόνος.

O «σκοτεινός» «Πολίτης Κέιν» σε μουσική του σπουδαίου Μπέρναρντ Χέρμαν και με, ως επί το πλείστον, πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς, συγκίνησε το 1941 και θα συγκινεί ανά τους αιώνες, όπως οφείλει κάθε έργο τέχνης για να λέγεται διαχρονικό.

«Αγάπη. Γι’ αυτό τα έκανε όλα. Γι’ αυτό μπήκε στην πολιτική. Φαίνεται, εμείς δεν αρκούσαμε. Ηθελε να τον αγαπούν και όλοι οι ψηφοφόροι. Το μόνο που στ’ αλήθεια ζητούσε απ’ τη ζωή ήταν αγάπη. Αυτή είναι η ιστορία του Τσάρλι. Το πώς την έχασε. Βλέπεις, αυτός δεν είχε καθόλου για να δώσει. Αγαπούσε τον Τσάρλι Κέιν, φυσικά. Ω ναι, πολύ. Και τη μητέρα του, υποθέτω πως πάντα αγαπούσε τη μητέρα του».

Είναι τα λόγια του καλύτερου φίλου του Τσάρλι Κέιν, Τζεντ Λίλαντ, στον δημοσιογράφο, που μόλις έχει ξεκινήσει την έρευνά του για το αινιγματικό «Rosebud». Λόγια στα οποία διαγράφονται απόλυτα η ψυχή και ο χαρακτήρας του Κέιν, και επίσης δίνεται η λύση του γρίφου.

 

Η αναζήτηση


Στο ψυχογραφικό αριστούργημα του Ορσον Γουέλς, ο Κέιν είναι ένας άντρας συναισθηματικά νεκρός, παγωμένος, χωρίς δυνατά πιστεύω, όπως θα προσθέσει στην ίδια σκηνή ο Λίλαντ.

Ψυχρός όπως τα αγάλματα που συλλέγει, ανίκανος να αγαπήσει και απελπισμένα ζητώντας την αγάπη. Ενας ήρωας φροϋδικός και τραγικός, σοφόκλειος, που ψάχνει απεγνωσμένα σε όλη του τη ζωή να βρει αυτό που κάποτε του πήραν. «Το χαμένο κομμάτι».

Στην καταπληκτική τελευταία σκηνή μαθαίνουμε πως «Rosebud» ήταν η επιγραφή στο έλκηθρο που είχε όταν ήταν παιδί, και το οποίο ποτέ δεν πέταξε ως εμμονικός συλλέκτης.

Η γυάλινη μπάλα με το σπιτάκι στο χιόνι ανέσυρε από το υποσυνείδητο του Κέιν την ανάμνηση του έλκηθρου με το οποίο έπαιζε όταν ζούσε στην ξεγνοιασιά, την προστασία και τη στοργή της μητέρας του, λίγο πριν τον απομακρύνουν από το σπίτι του.

Πριν μεγαλώσει και χάσει την παιδικότητά του, πριν γίνει σκληρός όπως η μητέρα του, η μόνη γυναίκα που αγάπησε αληθινά σε όλη τη ζωή του.

Η δεύτερη σύζυγός του, η όμορφη αλλά μάλλον ανεπιτυχής τραγουδίστρια όπερας, Σούζαν, είναι ένα πλάσμα που ξεχειλίζει συναίσθημα και ευαισθησία.

Οταν γνωρίζονται θα πει στον Κέιν: «Χωρίς εσένα δεν ξέρω τι θα είχα κάνει. Είχα πονόδοντο, και δεν ξέρω πολύ κόσμο...». Και εκείνος θα απαντήσει: «Εγώ ξέρω υπερβολικά πολύ κόσμο. Υποθέτω είμαστε κι οι δυο μόνοι». 

Σχολιάζοντας έτσι ο Γουέλς, με μία από τις πιο υπέροχες ατάκες του σινεμά, την απέραντη μοναξιά που βιώνει ο ήρωας μέσα στη δόξα και τα πλήθη ανθρώπων γύρω του.

Η Σούζαν είναι απλή, δεν έχει φιλοδοξίες και υψηλούς στόχους, δείχνει όμως να έχει απίστευτη αγάπη να προσφέρει, αισθάνεται και πονάει πολύ πιο ανθρώπινα από τον Κέιν.

Ωστόσο, δεν καταφέρνει να γεμίσει τη δική του μοναξιά και να διώξει τη βαθιά θλίψη του, όπως δεν το κατάφερε και η πρώτη σύζυγός του. Ζουν μαζί στο αχανές παλάτι τους με τα άψυχα αγάλματα και τα παζλ της Σούζαν: τα κομμάτια τους σκορπισμένα στην τεράστια άδεια αίθουσα χορού, σε μια αριστουργηματική σκηνή όπου ο θεατής βιώνει όλη την κενότητα και τη δυστυχία των ηρώων.

Ο Κέιν ήθελε «πάντα να αποδείξει κάτι», να παλέψει για κάτι, βρισκόταν σε διαρκή άμυνα. Και ποια καλύτερη άμυνα από το χρήμα;

Οπως στο «Scarface» του Μπράιαν ντε Πάλμα (πολλές δεκαετίες μετά) ο ήρωας προσπαθεί να αγοράσει τον σεβασμό, στον «Πολίτη Κέιν» ο ήρωας προσπαθεί να αγοράσει την αγάπη.

Προς το τέλος της ταινίας η Σούζαν εξομολογείται στον δημοσιογράφο πως μετά το διαζύγιό της έχασε όλα της τα λεφτά και εκείνος της λέει πως εκείνη την εποχή πολλοί πέρασαν δύσκολα.

Η Σούζαν τού απαντά: «Δεν πέρασα δύσκολα. Απλά έχασα όλα μου τα λεφτά».

Η τόσο έντονη αντίθεση ανάμεσα στους χαρακτήρες Σούζαν-Κέιν (σε σχέση με το χρήμα, τον έρωτα κ.ά.) κάνει ακόμα πιο αισθητή την άμετρη φιλοδοξία και τη ματαιότητα της ζωής του δεύτερου.

Στη σκηνή του πικ-νικ η Σούζαν ξεσπά στον Κέιν: «Ποτέ δεν μου δίνεις τίποτα που επιθυμώ στ’ αλήθεια. Ω σίγουρα, μου δίνεις πράγματα, μα δεν σημαίνει τίποτα για 'σένα. Είναι μόνο λεφτά. Δεν σημαίνει τίποτα. Ποτέ δεν μου έδωσες πραγματικά κάτι που να σου ανήκει, που να σε νοιάζει. Απλά προσπάθησες να μ’ αγοράσεις ώστε να δώσεις σ' εσένα κάτι. Δεν μ’ αγαπάς. Θες εγώ να σε αγαπώ».

Από έξω ακούγεται να παίζει ένα κομμάτι που λέει ‘…it can’t be love… for there’s no true love…» και η Σούζαν συνεχίζει κοροϊδεύοντάς τον: «Είμαι ο Τσάρλι Φόστερ Κέιν! Ο,τι και αν θέλετε πείτε το, είναι δικό σας! Αλλά πρέπει να με αγαπήσετε!» και τότε ο Κέιν τη χαστουκίζει ενώ απ’ έξω πλέον δεν ακούγονται μουσικές αλλά το σπαραχτικό ουρλιαχτό μιας κοπέλας.

 

Ποια αγάπη;


Τα ίδια λόγια περίπου έχει πει και ο Λίλαντ στον Κέιν νωρίτερα, σε μια εκπληκτική λήψη που η κάμερα κινηματογραφεί τον Γουέλς από κάτω (λήψη χαμηλής γωνίας που τον κάνει να μοιάζει με παντοδύναμο γίγαντα), σ’ έναν διάλογο μεταξύ των δύο αντρών: «Δεν σε νοιάζει τίποτα πέρα απ’ τον εαυτό σου. Θες απλά να πείσεις τους ανθρώπους ότι τους αγαπάς τόσο πολύ ώστε να πρέπει σε αντάλλαγμα να σε αγαπήσουν κι αυτοί. Μόνο που θες την αγάπη με τους δικούς σου όρους».

Δεν πρόκειται ουσιαστικά για την προσωπογραφία μιας περσόνας αλλά για ένα ψυχογράφημα.

Ο Γουέλς έχασε και ο ίδιος τους γονείς του σε μικρή ηλικία και αναγκάστηκε να μεγαλώσει με έναν ξένο, ακριβώς όπως ο μικρός Κέιν στο έργο, ενώ και στη σκιαγράφηση του ενήλικου ήρωά του, τα προσωπικά στοιχεία που προσθέτει είναι πάρα πολλά, ερμηνεύοντας καταπληκτικά τον πιο σημαντικό ρόλο της καριέρας του.

Γράφοντας το σενάριο, παίζοντας και σκηνοθετώντας ο ίδιος, ο Ορσον Γουέλς δημιουργεί ένα ιδιοφυές ψυχολογικό θρίλερ μυστηρίου, αποκαλύπτοντας το «Rosebud» από την αρχή στον θεατή, που όμως δεν δίνει σημασία.

Σε αυτή την ανατριχιαστική ψυχανάλυση on camera, το κοινό βρίσκεται σε πλάνη και σαν ντετέκτιβ εν αγωνία παρακολουθεί τον βίο του πολίτη Κέιν· μόνο στο τέλος και όχι πρωτύτερα απ’ το τέλος μπορεί να γίνει η θέαση στο υποσυνείδητο της ψυχής του ήρωα. Μόνο τότε μπορεί να ανοίξει ο «ροδανθός».