15 Σεπτεμβρίου 2015

Συνέντευξη του Λάκη Παπαστάθη




Στη Βένα Γεωργακοπούλου (από εδώ)

Την Παρασκευή 2 Οκτωβρίου, στον κινηματογράφο «Odeon Οπερα», ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, Ορέστης Ανδρεαδάκης, θα απονείμει τιμητικά βραβεία στους δύο δημιουργούς του «Παρασκηνίου», τον Λάκη Παπαστάθη και τον Τάκη Χατζόπουλο.
Και μετά θα προβληθούν δύο εκπομπές, μία για την «Αλίκη Βουγιουκλάκη» σε σκηνοθεσία Λάκη Παπαστάθη και μία για τον «Κορνήλιο Καστοριάδη» σε σκηνοθεσία Τέτας Παπαδοπούλου.
Θα μπορούσε να ήταν μόνο μια ευκαιρία ευχάριστη, συγκινητική και απολύτως χρήσιμη για τους κινηματογραφόφιλους η ιδέα του φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» να τιμήσει το «Παρασκήνιο». Πόσο μάλλον που σε όλη τη διάρκεια της διοργάνωσης (23 Σεπτεμβρίου-4 Οκτωβρίου) θα προβληθούν 20 εκπομπές, μερικές από αυτές ιστορικές και αξέχαστες.

Τα 20 «Παρασκήνια» που θα προβληθούν ανά δυάδες

1. «Ανδρέας Εμπειρίκος» Ηλία Γιαννακάκη/ «Αρης Αλεξάνδρου» Τάκη Χατζόπουλου
2. «Αρης Κωνσταντινίδης» Απόστολου Καρακάση / «Δημήτρης Πικιώνης» Αγγελου Κοβότσου
3. «Στρατής Τσίρκας» Τάκη Χατζόπουλου, «Ε.Χ. Γονατάς» Εύας Στεφανή
4. «Κατίνα Παξινού 1» Δημήτρη Δημογεροντάκη/ «Κατίνα Παξινού 2» Κωστή Μαχαίρα
5. «Χλόη Ομπολένσκυ» Γιώργου Σκεύα / «Κώστας Αξελός» Τάκη Χατζόπουλου
6. «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» Λένας Βουδούρη /«Μανόλης Αναγνωστάκης» Λάκη Παπαστάθη
7. «Μαρίκα Νίνου» Δώρας Μασκλαβάνου /«Μίλτος Σαχτούρης» Λευτέρη Ξανθόπουλου
8. «Αλίκη Βουγιουκλάκη» Λάκη Παπαστάθη / «Κορνήλιος Καστοριάδης» Τέτας Παπαδοπούλου
9. «Πλατεία Θεάτρου» Ηλία Δημητρίου-Χρήστου Γεωργίου / «Γιώργος Κουμεντάκης» Κυριάκου Αγγελάκου
10. «Ο Δράκος του Νίκου Κούνδουρου» Λάκη Παπαστάθη / «Νίκος Καρούζος» Δέσποινας Καρβέλα

Παίρνει, όμως, όλο αυτό το αφιέρωμα κι έναν χαρακτήρα αποχαιρετισμού της σημαντικότερης και πιο επιδραστικής εκπομπής πολιτισμού που αξιώθηκε η δημόσια τηλεόραση. Διότι, όπως μας λέει σήμερα ο Λάκης Παπαστάθης, το «Παρασκήνιο» είναι παρελθόν. Επεσαν οι τίτλοι τέλους. Τα δύο χρόνια «μαύρο στην ΕΡΤ» ήταν πολλά για να αντέξει η εταιρεία παραγωγής CINETIC.
Ας ελπίσουμε, τουλάχιστον, η παρακαταθήκη των περίπου 900 εκπομπών να αξιοποιηθεί. Να διασωθεί. Να ψηφιοποιηθεί. Ή μήπως ζητάμε πολλά από τη δημόσια τηλεόραση, που όσο στήριξε το «Παρασκήνιο» σε καλές εποχές, άλλο τόσο το κράτησε στο περιθώριο σε εποχές αδιαφορίας; «Σαν τη μύγα μες στο γάλα», που λέει και ο Λάκης Παπαστάθης.

Πότε ακριβώς προβλήθηκε το πρώτο «Παρασκήνιο» και τι ακριβώς ήταν;
Ξεκίνησε τον Φεβρουάριο το 1976 και αποτελούνταν από τρία θέματα δεκαοχτάλεπτης διάρκειας το καθένα. Το πρώτο -που σκηνοθέτησα εγώ- ήταν αφιερωμένο στον Θανάση Βέγγο, το δεύτερο -σκηνοθετημένο από τον Τάκη Χατζόπουλο- παρουσίαζε τον Μίνω Βολανάκη, που ήταν τότε καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και το τρίτο- σκηνοθέτης ο Νίκος Κανάκης- ήταν ένα πορτρέτο του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Πόσα «Παρασκήνια» έχουν προβληθεί μέχρι σήμερα;
Περί τα εννιακόσια. Δεκαοχτάλεπτα, ημίωρα ή περίπου πενήντα δύο λεπτών. Η διαφορετική διάρκεια προκύπτει από το γεγονός πως σε κάποιες περιόδους, η κάθε εκπομπή είχε δύο ή τρία θέματα.
Οταν ξεκινήσατε με τον Τάκη Χατζόπουλο είχε προηγηθεί μεγάλη σκέψη και μελέτη; Ξέρατε δηλαδή ακριβώς τι θέλατε να δοκιμάσετε και να προτείνετε στην ελληνική τηλεόραση; Είχατε πρότυπα και αντιπρότυπα;
Το 1976 μάς κάλεσε στο γραφείο του ο τότε αναπληρωτής διευθυντής της ΕΙΡΤ Ροβήρος Μανθούλης και μας έδειξε κάποιες γαλλικές εκπομπές που σχετίζονταν με πολιτιστικά θέματα. Το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν πως παρακολουθούσαν τα γεγονότα από τη μεριά των παρασκηνίων, πίσω από αυτά που έβλεπε το κοινό. Είχαν ένταση και πρωτοτυπία, αλλά, κατά τη γνώμη μας, δεν ξεπερνούσαν ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ.
Περισσότερο ενδιαφέρον μάς φάνηκε το γεγονός πως δεν πολυφαίνονταν οι δημοσιογράφοι και οι σκηνοθέτες που υπέβαλλαν τις ερωτήσεις. Και αυτό ήταν κάτι που κρατήσαμε σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του «Παρασκηνίου».
Το στηρίξαμε και θεωρητικά, πιστεύοντας πως έτσι η εκπομπή απομακρύνεται από το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ και πως αυτός που ρωτάει, αλλά δεν φαίνεται, μοιάζει με τον νοητό θεατή, που παρακολουθώντας, εκφράζεται με τη φωνή του δημοσιογράφου, που θα μπορούσε να είναι και η δική του. Στα τελευταία χρόνια κάποιες εκπομπές διαφοροποιήθηκαν από αυτό, με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία. Πρότυπα συγκεκριμένα δεν υπήρχαν, τα δημιουργήσαμε με τον καιρό.
Και οι αφηγηματικοί τρόποι του «Παρασκηνίου», που προτάθηκαν από τους σκηνοθέτες τους, ήταν πολλοί και καθορίζονταν από το ταμπεραμέντο του καθενός και από την παράδοση της εκπομπής. Το κύριο αντιπρότυπο ήταν το δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ, που στηριζόταν σε «σταρ» δημοσιογράφους. Επίσης αντιπρότυπο ήταν αυτό που ισχύει σε όλες τις τέχνες. Δηλαδή η ευτέλεια, η αυτοπροβολή, η ανούσια λογοδιάρροια, η συμβατικότητα, η διαφημιστική προβολή κ.λπ.
Είχατε επομένως μια αίσθηση αποστολής.
Εννοείται πως είχαμε την αίσθηση της αποστολής. Φανατικά και ανένδοτα. Και μάλιστα της επικίνδυνης αποστολής.
Ποια ήταν η ευτυχέστερη εποχή του «Παρασκηνίου»;
Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν διηύθυναν την ΕΡΤ ο Γιώργος Ρωμαίος και ο Βασίλης Βασιλικός. Δεν είναι τυχαίο πως τότε έγιναν μερικές από τις καλύτερες εκπομπές. Ενιωθαν πως το «Παρασκήνιο» ήταν και δικό τους, μας εμψύχωναν, το παρακολουθούσαν από κοντά, μας τηλεφωνούσαν να μας δώσουν συγχαρητήρια, λες και καμάρωναν που η εκπομπή γινόταν επί των ημερών που αυτοί διοικούσαν το κανάλι.
Και ποια ήταν η δυσκολότερη περίοδος;
Η χειρότερη περίοδος είναι οι τελευταίοι είκοσι επτά μήνες, από το κλείσιμο της ΕΡΤ μέχρι σήμερα. Περίοδος καταστροφής όχι μόνο για το «Παρασκήνιο», αλλά για όλους τους σκηνοθέτες και παραγωγούς που έχασαν ουσιαστικά το επάγγελμά τους. Εξαφανίστηκε ένας κλάδος κινηματογραφιστών που ως εξωτερικοί συνεργάτες της δημόσιας τηλεόρασης κατάφεραν να επιβιώσουν και να δημιουργήσουν.
Στο πέρασμα του χρόνου επιβεβαιώσατε τις επιλογές σας; Ή τις προσαρμόσατε; Δηλαδή άλλαξε η αισθητική και λογική του «Παρασκηνίου» και πώς;
Η αισθητική εμπλουτιζόταν, αλλά δεν άλλαξαν οι βασικές αρχές. Στην αρχή -σε κάποιο βαθμό- επιθυμούσαμε να κινηματογραφούμε αρνητικούς για εμάς ήρωες της πνευματικής μας ζωής. Επιζητούσαμε την αναίρεση, την ανατροπή των καθιερωμένων αξιών. Οδηγηθήκαμε κάποτε σε υπερβολές. Σαν να κάναμε κακή χρήση της εξουσίας του φακού και του μοντάζ. Καραδοκούσε, επίσης, ο κίνδυνος να φανούμε αγενείς, χωρίς τους στοιχειώδεις κανόνες του σεβασμού στον άλλον.
Σύντομα, όμως, από τους αρνητικούς ήρωες περάσαμε, αποκλειστικά και δημιουργικά, στους θετικούς πνευματικούς ήρωες της εκπομπής, με τους οποίους ταυτιζόμασταν. Οταν αγαπούσαμε και θαυμάζαμε κάποιον ή το έργο του, βιαζόμασταν, είχαμε τη λαχτάρα να τον κινηματογραφήσουμε, να μοιραστούμε τη χαρά με τους λίγους, αλλά ηρωικούς τηλεθεατές της εκπομπής.
Υπήρξαν εκπομπές για τις οποίες μετανιώσατε;
Υπήρξαν. Σε αυτές τις περιπτώσεις γινόταν άγρια κριτική μεταξύ μας που κατέληγε ίσως σε μια θετική γνώση για τη συνέχεια.
Πολλοί λένε ότι το «Παρασκήνιο» δημιούργησε μια κινηματογραφική σχολή. Το πιστεύετε;
Το πρώτο τσιτάτο της εκπομπής -ήταν της μόδας τότε- έλεγε πως «οι ντοκιμαντερίστες κινηματογραφιστές κάνουν τηλεόραση και προσπαθούν να συνδυάσουν την κινηματογραφική εμπειρία με το μέσον που λέγεται τηλεόραση». Θεωρούσαμε ανοησία την περίφημη ρήση πως το μέσον είναι το μήνυμα. Θέλαμε δουλεύοντας στα δημόσια κανάλια να καθορίσουμε εμείς το μήνυμα, συνθέτοντας τους δικούς μας αφηγηματικούς τρόπους. Αυτή η σύνθεση της τηλεόρασης και του σινεμά ίσως μπορεί να πει κανείς πως αποτέλεσε κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί σχολή. Είναι μια σχολή όμως μόνο για αυτούς που δούλευαν εντός του «Παρασκηνίου».
Εξω από τη διαδικασία της CINETIC δεν ήταν εύκολο να ενταχθείς στη σχολή αυτή. Κάποιες άλλες εκπομπές μοιάζουν με το «Παρασκήνιο», αλλά επί της ουσίας είναι πολύ διαφορετικές. Υπήρξε ένας σκληρός πυρήνας που το διαφοροποιούσε. Ισως ήταν η ηθική στάση απέναντι στην πραγματικότητα και η πνευματική επεξεργασία του θέματος.
Δεν ήταν απλώς ένα ντοκουμέντο που κατέγραφε η εκπομπή, αλλά συνοδευόταν και από το βλέμμα τον ανθρώπων που ήταν πίσω από τη μηχανή. Το εμπρός και το πίσω από τον φακό αποτελούσε μια διαλεκτική ενότητα που ήταν και η ποίηση του «Παρασκηνίου». Ξεκινήσαμε σαν τη μύγα μες στο γάλα στην ελληνική τηλεόραση και η εκπομπή παρέμεινε έτσι μέχρι το τέλος. Δεν ξέρω αν πρέπει να είμαι ευτυχής ή δυστυχής για αυτό.
Με τι κριτήρια διαλέγατε τους σκηνοθέτες;
Για την Ιστορία, πρέπει να πω πως στο «Παρασκήνιο» δούλεψαν περί τους διακόσιους σκηνοθέτες.
Η προφορική μας επικοινωνία ήταν καθοριστικό στοιχείο για την επιλογή του κάθε σκηνοθέτη μιας εκπομπής. Δηλαδή, η συζήτηση γύρω από το θέμα που πρότεινε, αλλά και οι σκέψεις του πάνω στη φόρμα και στον τρόπο της γραφής που επέλεγε μας αποκάλυπταν αν αυτό που ήθελε να κάνει χωρούσε στη φιλοσοφία και στην ποιότητα του «Παρασκηνίου».
Αυτή η συζήτηση γινόταν με όλους τους σκηνοθέτες, νέους, νεότερους και καθιερωμένους. Μερικές φορές δεν είχαμε τη βεβαιότητα για το αποτέλεσμα, αλλά το τολμούσαμε. Πότε δικαιωνόμασταν, πότε όχι. Σίγουρα το πάθος, η πνευματικότητα και η πίστη στην παράδοση της εκπομπής επηρέαζαν τις επιλογές. Στο τέλος έπρεπε να υπάρξει συμφωνία δική μου με τον Τάκη Χατζόπουλο για να προχωρήσει ένας σκηνοθέτης στο γύρισμα. Με τον καιρό δημιουργήθηκε ένα νοητό πλαίσιο αξιών και κάθε φορά κρίναμε αν ένα θέμα ή ένας σκηνοθέτης ταίριαζε να μπει μέσα στο πλαίσιο ή να μείνει απέξω.
Θα συνεχίσετε; Εχετε ήδη κλείσει συνεργασία με τη νέα ΕΡΤ;
Τίτλοι τέλους για το «Παρασκήνιο». Τον Φλεβάρη που έρχεται θα κλείναμε σαράντα χρόνια στη δημόσια τηλεόραση. Τέλος οριστικό και για τη CINETIC, που δεν ήταν δυνατόν να παραμείνει ζωντανή δύο και πλέον χρόνια δίχως εργασία. Είναι, νομίζω, χαρακτηριστικό πως ουδείς από τους διευθύνοντες τη σημερινή ΕΡΤ ενδιαφέρθηκε να μάθει πώς επιβιώνουν παραγωγοί, σκηνοθέτες και τεχνικοί του «Παρασκηνίου», δίνοντάς τους έστω και μια ασαφή υπόσχεση για μελλοντική συνεργασία.
Και αυτό προκαλεί έκπληξη και απογοήτευση σε εμάς, γιατί θυμόμαστε πως στο παρελθόν ο Λάμπης Ταγματάρχης είχε τιμήσει σε ειδική εκδήλωση την εκπομπή. Παρά τη θλίψη -ειλικρινά δυσκολεύομαι να περάσω, έστω κι απέξω, από την κλειστή CINETIC- υπάρχει η ικανοποίηση πως σχεδόν για μισό αιώνα μια μικρή βιοτεχνία κατάφερε να δημιουργήσει ένα είδος τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ, που προσπάθησε να αναδείξει τις αληθινές αξίες του πνεύματος, της τέχνης, της σκέψης, αλλά και της καθημερινής ζωής, τιμώντας με τον τρόπο της τον Ελληνα πολίτη.

Τι δημόσια τηλεόραση ονειρεύομαι

Περάσατε καλά στα χέρια της δημόσιας τηλεόρασης; Ποια είναι η εμπειρία σας;
Το «Παρασκήνιο» μόνο στη Δημόσια Τηλεόραση μπορούσε να υπάρξει. Κανένα ιδιωτικό κανάλι δεν θα το δεχόταν. Δεν ήταν ποτέ ένα προϊόν με μεγάλη τηλεθέαση. Η αντιμετώπιση που κατά καιρούς είχε εξαρτιόταν από το γούστο, την παιδεία και τις απόψεις των εκάστοτε διοικούντων. Και αυτό φαινόταν από τον σεβασμό που είχαν στην εκπομπή, τι ώρα την έπαιζαν, πώς τη διαφήμιζαν, πόσες εκπομπές ενέκριναν, τι κοστολόγιο αποδέχονταν. Στη αρχή είχαμε κάποια κρούσματα λογοκρισίας που με τον καιρό ευτυχώς σταμάτησαν.
Πιστεύετε ότι πρέπει να αλλάξει ριζικά το μοντέλο της δημόσιας τηλεόρασης;
Πιστεύω πως πρέπει να υπάρξει ένας καλλιτεχνικός διευθυντής –μαζί με τον υπεύθυνο προγράμματος- που θα εγκρίνει αλλά και θα ελέγχει το τελικό αισθητικό και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της κάθε εκπομπής λόγου και τέχνης. Θα είναι το άγρυπνο μάτι, που θα αποτρέπει αυθαίρετες αναθέσεις σε ακατάλληλους ανθρώπους, θα παρακολουθεί και θα αξιολογεί κάθε συνεργάτη του καναλιού και θα καθορίζει δημιουργικά τους κανόνες.
Μολονότι πιστεύω πως θα ήταν σήμερα ουτοπικό, ονειρεύομαι μια δημόσια τηλεόραση με σύντομες αλλά απολύτως αντικειμενικές, χωρίς κομματικές σκοπιμότητες ειδήσεις, χωρίς ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις, με πολύ λιγότερες αθλητικές εκπομπές, με αυστηρά επιλεγμένες ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, και πλήθος εκπομπών πολιτισμού και τέχνης, που με κάποιο τρόπο θα συνδέονται με τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια.
Δεν εννοώ βαρετά μαθήματα, αλλά γοητευτικές εκπομπές -αυτό είναι το στοίχημα- οι οποίες θα κάνουν προσιτές τις αξίες, τις γνώσεις και τα αισθήματα που θα μας ανεβάζουν ως πολίτες.

«Η εκπομπή να γίνει κτήμα για τις νεότερες γενιές»

Εχουν ψηφιοποιηθεί όλα τα «Παρασκήνια»;
Οχι ακόμα, δυστυχώς. Εχουν ίσως ψηφιοποιηθεί οι περισσότερες εκπομπές από το 1993 μέχρι το κλείσιμο της ΕΡΤ, τον Ιούνιο του 2013. Και αυτό ήταν το σχετικά εύκολο, γιατί η εκπομπή γυριζόταν τότε με βίντεο ή με ψηφιακό τρόπο και χρειαζόταν μόνο μια μεταγραφή.
Δυσκολίες ψηφιοποίησης έχει η πρώτη περίοδος, τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια, από το 1976 ώς το 1993, γιατί τότε γυριζόταν σε φιλμ και μαγνητικό ήχο. Για να γίνει σήμερα η ψηφιοποίηση των εκπομπών αυτής της περιόδου, σε υψηλή ποιότητα, χρειάζεται προσπάθεια. Εκτός των άλλων, η μετατροπή των φιλμ σε ψηφιακή μορφή απαιτεί ένα μηχάνημα που λέγεται telecine.
Το έχει η ΕΡΤ, αλλά είναι χαλασμένο και δεν λειτουργεί εδώ και δέκα χρόνια! Ελπίζω οι εκπομπές να υπάρχουν ακόμη στα ράφια του αρχείου της ΕΡΤ, περιμένοντας την ψηφιοποίησή τους, για να γίνει εφικτή η επαναπροβολή τους.
Ισως κάποιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα ψηφιοποίησης αρχείων να βοηθήσει. Είπα, ίσως, την κρίσιμη λέξη «επαναπροβολή» με σύγχρονη τεχνολογία. Πάντα πιστεύαμε πως το «Παρασκήνιο» δεν ήταν μόνο μιας χρήσης. Ομως τώρα είμαι πεπεισμένος πως η συγκρότηση συνθέσεων με θεματικές ενότητες –ποίηση, φιλοσοφία, θέατρο, κινηματογράφος κ.λπ.- μπορεί να αποσβέσει, για ακόμα μία φορά, το κόστος της εκπομπής και να γίνει κοινό κτήμα για τις νεότερες γενιές.