Άγριες Φράουλες (1957)
του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Ένα εξαιρετικό κριτήριο προκειμένου να αποτιμήσουμε
την καλλιτεχνική αξία μιας ταινίας είναι η αντοχή της στο χρόνο. Δεν είναι
σπάνιες οι περιπτώσεις έργων που ενώ γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στον καιρό τους,
ο χρόνος που μεσολάβησε λειτούργησε απομυθοποιητικά, αφαιρώντας την πρόσκαιρη
λάμψη τους. Πρόκειται συνήθως για περιπτώσεις ταινιών που είτε θεωρήθηκαν
καινοτόμες για τον ίδιο τον κινηματογράφο και την εξέλιξή του, είτε εντάχθηκαν,
όταν δε τη δημιούργησαν, σε μια ορισμένη μόδα. Κι όπως είναι γνωστό τίποτε δεν
είναι πιο εφήμερο από τις διάφορες μόδες. Υπάρχει βεβαίως και το αντίστροφο
φαινόμενο: να αποδειχθούμε συν τω χρόνω εμείς, οι θεατές, ανάξιοι ενός έργου
τέχνης, ανίκανοι να αναμετρηθούμε μαζί του. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που
μου είχε διηγηθεί ένας παλιός μου φίλος για τον πατέρα του, ο οποίος ενώ στα
νιάτα του είχε δει και αγαπήσει όλες τις ταινίες του Ταρκόφσκι, πλέον, ως
μεσήλικας, το έβρισκε σχεδόν αδύνατον να υπομείνει έστω και για λίγο κάποια από
αυτές. Ωστόσο καμία από τις δύο προηγηθείσες περιπτώσεις δε θα μας απασχολήσει
εδώ. Κι αυτό διότι ο χρόνος δεν κατάφερε να στερήσει σχεδόν τίποτε από τις Άγριες Φράουλες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν,
την ταινία στην οποία είναι αφιερωμένο το πρώτο αυτό κείμενο.
Έχοντας γυρίσει ήδη περισσότερες από δεκαπέντε
μεγάλου μήκους ταινίες, μεταξύ των οποίων το Καλοκαίρι με τη Μόνικα (1952) και την Έβδομη Σφραγίδα (1956), ο Μπέργκμαν είναι ήδη ένας καταξιωμένος
σκηνοθέτης που κατέχει πλήρως τα εκφραστικά του μέσα όταν γυρίζει τις Άγριες
Φράουλες το 1957. Η υπόθεση της ταινίας είναι μάλλον απλή: ένας ηλικιωμένος
γιατρός και ακαδημαϊκός, ο Ισαάκ Μποργκ, ταξιδεύει με το αυτοκίνητο μαζί με τη
νύφη του προς την πόλη Λουντ όπου πρόκειται να λάβει ένα τιμητικό βραβείο για
την πολύχρονη προσφορά του στην Επιστήμη. Το ταξίδι, με ό,τι προκύπτει κατά τη
διάρκειά του, λειτουργεί σαν μια σπάνια ευκαιρία για τον ψυχρό, ιδιότροπο και
εγωκεντρικό Μποργκ προκειμένου να «επισκεφθεί» ξανά διάφορα κομμάτια της ζωής
του, να συνειδητοποιήσει ορισμένες δυσάρεστες αλήθειες και, κυρίως, διαμέσου
των άλλων -τριών νέων που γνωρίζει στο ταξίδι και της νύφης του- να συναντήσει
ξανά τον εαυτό του, εκεί που αυτός όντως βρίσκεται, δηλαδή στην παιδική,
πρωταρχική του αθωότητα.
Αν ωστόσο η υπόθεση σαν τέτοια φαντάζει ισχνή,
είναι ο τρόπος με τον οποίο την πραγματεύεται ο Σουηδός σκηνοθέτης που κάνει
την ταινία σπουδαία. Ο τρόπος με τον οποίο καταφέρνει να σμίξει την
πραγματικότητα με το όνειρο, το φως με το σκοτάδι, τους ήχους με τις σιωπές,
έτσι ώστε μέσα σε 90 μόλις λεπτά να έχουμε ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο του
καθηγητή Μποργκ και συνάμα ένα φόρο τιμής στον πρωτοπόρο σκηνοθέτη του βωβού
κινηματογράφου και μέντορα του Μπέργκμαν Βίκτωρ Σέστρεμ (Victor Sjöström), για τον
οποίο οφείλουμε να πούμε λίγα λόγια.
Ο Σέστρεμ υπήρξε ένας από τους πρώτους σκηνοθέτες
και ηθοποιούς του κινηματογράφου στη Σουηδία. Γύρισε συνολικά περισσότερες από
πενήντα ταινίες, ορισμένες από τις οποίες στο Χόλιγουντ, με γνωστότερη εξ αυτών
τον Άνεμο (1927) με την Λίλιαν Γκις.
Μονάχα μεταξύ των ετών 1912 και 1917 γύρισε περίπου 30 ταινίες. Ανέπτυξε
γρήγορα το προσωπικό του στυλ, συνδυάζοντας μια σύνθετη ψυχολογική σκιαγράφηση
των χαρακτήρων με τη δραματικά φορτισμένη χρήση των τοπίων, τα οποία συνήθιζε
να φιλμάρει σε φυσικούς χώρους. Ο ίδιος ο Μπέργκμαν ανέφερε σε συνέντευξή του
πως εκτιμούσε ιδιαίτερα τις ταινίες του Ingeborg
Holm (1913), η Άμαξα
Φάντασμα (1920) και ο Παράνομος και
η Γυναίκα του (1918), καθώς και ότι
τον επηρέασε «η ακατάλυτη απαίτησή του για την αλήθεια, η ακατάλυτη παρατήρηση
της πραγματικότητας το ότι ποτέ, ούτε για μια στιγμή δε ζητάει την
εύκολη λύση, το ότι δεν απλοποιεί, δεν παραλείπει διάφορα πράγματα, δεν
ξεγελάει και δεν υποτάσσεται απλά στην ευφυία του». Κι είναι αλήθεια πως αρκούν
λίγα αποσπάσματα από ταινίες του Σέστρεμ, τα οποία μπορεί κανείς εύκολα να βρει
στο διαδίκτυο, για να μας πείσουν για την αξία του ως κινηματογραφικού
δημιουργού, αλλά και να μας υπενθυμίσουν ταυτόχρονα πόσο ρηξικέλευθος,
ευρηματικός και πλούσιος οπτικά και αφηγηματικά υπήρξε ο κινηματογράφος στη
σιωπηλή αυγή του. Οι Άγριες Φράουλες είναι η τελευταία ταινία στην οποία
συμμετείχε ο 78χρονος τότε Σέστρεμ, δύο χρόνια περίπου πριν το θάνατό του. Ας
επιστρέψουμε λοιπόν εκεί, στην ταινία που διασώζει τη μορφή του ηλικιωμένου
δημιουργού λίγο πριν το τέλος.
Όλα αρχίζουν με ένα άσχημο όνειρο. Έπειτα από μια
μικρή εισαγωγή κατά την οποία ο Ισαάκ Μποργκ μας συστήνεται με αφήγηση voice-over, κι αφού
πέφτουν οι τίτλοι της αρχής, ο κύριος καθηγητής μας πληροφορεί για τον εφιάλτη
που είδε τις πρώτες πρωινές ώρες της 1ης Ιουνίου. Κι ευθύς αμέσως
βλέπουμε το όνειρο που είδε στον ύπνο του. Ένα όνειρο θανάτου. Εκεί ο Μποργκ
βρίσκεται ξαφνικά χαμένος σε ένα άγνωστο περιβάλλον, σε μια έρημη γειτονιά,
όπου τα σπίτια έχουν τις πόρτες και τα παράθυρα σφραγισμένα, τα ρολόγια δεν
έχουν δείχτες, ενώ ένας άνδρας που εμφανίζεται αναπάντεχα, η μοναδική ανθρώπινη
παρουσία, αποκαλύπτεται πως έχει ερμητικά κλειστά τα μάτια και το στόμα, λίγο
προτού καταρρεύσει στο δρόμο σαν άδειο σακί. Το όνειρο τελειώνει με μια άμαξα,
η οποία μεταφέρει ένα φέρετρο που κατρακυλά στο οδόστρωμα και ανοίγει. Καθώς ο
Μποργκ πλησιάζει το χέρι του νεκρού τον αρπάζει και τον τραβάει μέσα στο
φέρετρο. Ο νεκρός είναι ο ίδιος.
Το όνειρο αυτό λειτουργεί ακριβώς σαν ξυπνητήρι για
τον ηλικιωμένο άνδρα. Ξυπνάει στη μέση της νύχτας και αποφασίζει να ταξιδέψει
με το αυτοκίνητο στη Λουντ, αντί να πάει αεροπορικώς, όπως είναι
προγραμματισμένο. Φαίνεται πως η τιμητική εκδήλωση, ως επιστέγασμα των
προσπαθειών μιας ζωής, λειτουργεί και ως ολοκλήρωση της ζωής αυτής. Κι ως
τέτοια παραπέμπει αναγκαστικά σε ένα τέλος, το οποίο μετουσιώθηκε στο όνειρο
θανάτου της νύχτας. Ο Μποργκ όμως αποφασίζει να καθυστερήσει αυτή την
«ολοκλήρωση» επιμηκύνοντας το ταξίδι και διατρέχοντας τόπους στους οποίους
έζησε στο παρελθόν. Αργότερα εξάλλου θα εκμυστηρευτεί στη Μαριάν, τη νύφη του,
πως τα παράξενα, ανησυχαστικά όνειρα που βλέπει τελευταία μοιάζουν σαν μια
προσπάθεια του εαυτού του να του πει κάτι. Κάτι που δε θέλει να ακούσει στον ξύπνιο
του: ότι είναι ήδη νεκρός. Όσο για το
δεύτερο όνειρό του μες την ταινία, εκεί ο καθηγητής εξετάζεται, δικάζεται και
καταδικάζεται, ερχόμενος αντιμέτωπος με καταπιεσμένα αισθήματα αποτυχίας,
ανικανότητας και ενοχής, τα οποία εκτείνονται από την επιστημονική του, ιατρική
επάρκεια και φτάνουν μέχρι τη σχέση του με τη νεκρή πλέον γυναίκα του.
Ενδιαφέρον έχει εδώ ο τρόπος με τον οποίο πρόσωπα που μόλις γνώρισε ο Μποργκ
εμπλέκονται στο όνειρό του. Έτσι, για παράδειγμα, ο Καθολικός κύριος Άλμαν, που
εκνεύρισε προηγουμένως με τη συμπεριφορά του τον καθηγητή, μετατρέπεται στο
όνειρο σε παντογνώστη εξεταστή και
δικαστή.
Όπως προκύπτει σταδιακά από τα επιμέρους κομμάτια
της ζωής του που ανασύρονται στην επιφάνεια μέσω της ονειροπόλησης και του
ονείρου, ο Μποργκ υπήρξε ένας μάλλον ιδεαλιστής νέος, με θρησκευτικές και
καλλιτεχνικές ανησυχίες, ο οποίος με την πάροδο των ετών, τις πιεστικές ανάγκες
της καθημερινότητας και ορισμένες τραυματικές εμπειρίες αποσύρθηκε στον εαυτό
του, αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην Επιστήμη του και έζησε άκαμπτα βάσει κάποιων,
υποτίθεται, αυστηρών ηθικών αρχών, περήφανος για την «ανωτερότητά» του,
επικριτικός έως σαδιστικός προς τις αδυναμίες και τα προβλήματα των άλλων,
ολοένα πιο απόμακρος, ολοένα πιο ψυχρός. Αποτέλεσμα όλων αυτών η «τιμωρία» της
σχεδόν ολοκληρωτικής μοναξιάς μέσα στην οποία τελειώνει τη ζωή του.
Πιο συγκεκριμένα μαθαίνουμε ότι υπήρξε ερωτευμένος
στα νιάτα του με την ξαδέλφη του Σάρα, η οποία όμως τελικά παντρεύτηκε τον πιο
τολμηρό και ριψοκίνδυνο αδερφό του Ζίγκφριντ που την φλέρταρε επίμονα, κάτι που
πιθανότητα τον πλήγωσε βαθιά και ακριβώς για αυτό το απώθησε. Ότι είχε ένα
δύσκολο, δυσλειτουργικό γάμο με τη γυναίκα του Κάριν, η οποία τουλάχιστον μια
φορά τον είχε απατήσει, ενώ εκείνος ήταν μάλιστα αυτόπτης μάρτυρας. Μια γυναίκα
που την αντιμετώπιζε είτε συγκαταβατικά, είτε με αδιαφορία και που ενδεχομένως
ποτέ δεν αγάπησε. Ότι έκανε ένα γιο, τον Έβαλντ, χωρίς να το θέλει, ο οποίος
όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν εξίσου δύσκαμπτος, ψυχρός και φοβικός απέναντι
στη ζωή όσο κι ο πατέρας του και ο οποίος κατά βάθος τον μισούσε. Κι ότι μήτρα
όλων αυτών υπήρξε η υπέργηρη μητέρα του, μια γυναίκα «πιο αποκρουστική από το
θάνατο», όπως λέει η Μαριάν, σκληρή, καχύποπτη και κακεντρεχής που επέμενε
ακόμα και τώρα να ασκεί την αρνητική της επίδραση επάνω στο γιο της. Εν ολίγοις
ο καθηγητής Μποργκ, καταξιωμένος και πετυχημένος επαγγελματικά, κοινωνικά,
οικονομικά δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένα εντελώς αποτυχημένο ανθρώπινο
ον σε ό,τι αφορά όλες τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Ένας νεκροζώντανος όπως
του ψιθυρίζουν τα όνειρά του.
Παρά το βαρύ αυτό φορτίο «ανεκπλήρωτης» ζωής, το
οποίο σε άλλες ταινίες του Μπέργκμαν μπορεί να γίνει έως και αφόρητο, στις
Άγριες Φράουλες ποτέ δε λειτουργεί συντριπτικά, καθώς διαρκώς λειτουργούν
εξισορροπητικές δυνάμεις ή έστω κωμικά διαλείμματα, όπως για παράδειγμα οι
σκηνές με την οικονόμο του, όπου σοφά ο Μπέργκμαν αφήνει να υπολανθάνει ένας γκρινιάρικος
γεροντοέρωτας. Είναι όμως περισσότερο το
ίδιο το ταξίδι που οδηγεί τον καθηγητή να ξαναβρεί το «χλωρό κομμάτι της
καρδιάς του», αφού πρώτα αναγνωρίσει διάφορες δυσάρεστες όψεις του εαυτού του
και της ιστορίας του. Καίριο ρόλο σε αυτό παίζουν οι τρεις νέοι που ταξιδεύουν
μαζί του. Τα δύο αγόρια ανταποκρίνονται πιθανώς στις δύο συγκρουόμενες τάσεις
του Ισαάκ Μποργκ όταν ήταν νέος. Ο ένας είναι ορθολογιστής, ελαφρώς κυνικός και
θέλει να γίνει γιατρός, ενώ ο άλλος, περισσότερο ιδεαλιστής και ευαίσθητος,
επιθυμεί να γίνει ιερέας. Η κοπέλα, η χαριτωμένη, δροσερή Σάρα (ερμηνευμένη
όπως και η συνονόματη ξαδέρφη από τη Μπίμπι Άντερσον) παραπέμπει στο νεανικό,
ανεκπλήρωτο έρωτα του Ισαάκ. Οι τρεις νέοι, και ιδίως η Σάρα, προσφέρουν στο
γέροντα τη φιλία και την αγάπη τους και ξυπνούν μέσα του τρυφερά αισθήματα. Το
ίδιο συμβαίνει και με τη νύφη του, με την οποία διαρκώς και πλησιάζουν ψυχικά κατά
τη διάρκεια του ταξιδιού. Έτσι η Μαριάν του εκμυστηρεύεται τελικά πως είναι
έγκυος και αποφασισμένη να κρατήσει το παιδί, ακόμα και εάν αυτό σημαίνει να
χωρίσει με τον Έβαλντ, ο οποίος δε θέλει να διαιωνίσει την «αθλιότητα της
ζωής». Ωστόσο τελικά η συνάντηση του ζεύγους φαίνεται ότι έχει αίσια έκβαση και
πως ο φαύλος κύκλος της ψυχρότητας, όπως μεταβιβάζεται από τη μια γενιά στην
άλλη -επιτέλους- θα σπάσει.
Εκείνο
που συγκινεί ιδιαίτερα στις Άγριες Φράουλες είναι η διάχυτη, σχεδόν
θρησκευτική, αίσθηση συγχώρεσης και χάρης που αναδύεται σε όλες τις σκηνές προς
το τέλος της ταινίας, όταν ο ηλικιωμένος άνδρας φαίνεται να συμφιλιώνεται με
τον εαυτό του και τα πιο κοντινά του πρόσωπα. Σα να είναι δυνατόν ακόμη και την
ύστατη στιγμή, κι αφού έχει προηγηθεί μια ολόκληρη ζωή σκληρότητας και μόνωσης,
να προκύψει ένα πλησίασμα προς τους Άλλους, ένα τρυφερό άγγιγμα ζωής. Καθώς οι
τρεις νέοι συνεχίζουν το ταξίδι τους, ο γιος και η νύφη, στολισμένοι και
ευδιάθετοι, είναι ξανά μαζί και η οικονόμος κυρία Άγκντα κοιμάται στο διπλανό
δωμάτιο, ο Ισαάκ μπορεί να ονειροπολήσει ξανά. Μπορεί να επιστρέψει με τη μνήμη
του στην παιδική ηλικία, στο αμόλυντο καταφύγιο εκείνων των χρόνων, κοντά στο
εξοχικό σπίτι των θερινών διακοπών. Εκεί όπου ο γέροντας Ισαάκ μπορεί πάντοτε να
κοιτάζει με παιδικά μάτια τους νέους ακόμα γονείς του να κάθονται αμέριμνοι
στην απέναντι όχθη και να πλημμυρίζει από αγάπη. Στον άφθαρτο εκείνο τόπο όπου
θα υπάρχουν πάντοτε οι άγριες φράουλες της νιότης.
Ναι, έχουμε να κάνουμε πιθανότατα με την πιο γενναιόδωρη
και θερμή ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Και μια από τις αγαπημένες ταινίες του
Στάνλεϊ Κιούμπρικ, αν αυτό σας λέει κάτι.
του Βασίλη Ευγενίδη