La Jetée (1962)
του Κρις Μάρκερ
Δύο
θάνατοι κινηματογραφικών δημιουργών σημάδεψαν το 2012:
του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του Κρις Μάρκερ (Chris Marker). To λιγότερο
που μπορούμε να πούμε είναι ότι πρόκειται για δύο ρηξικέλευθους, εντελώς
ξεχωριστούς καλλιτέχνες που το έργο τους θα συνεχίσει να μας απασχολεί για πολύ
ακόμα. Σε αυτό το κείμενο θα ασχοληθούμε με τον Γάλλο δημιουργό και μία από τις
πλέον γνωστές ταινίες του, το La Jetée, ενώ σύντομα θα
ακολουθήσει ένα αφιέρωμα σε κάποια από τις ταινίες του Αγγελόπουλου ως ένας
ελάχιστος φόρος τιμής.
Υπάρχουν
κάποιες σπάνιες περιπτώσεις σκηνοθετών που καταθέτουν αφοπλιστικά το είναι
τους, όντας ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι, ολόψυχα δοσμένοι στην τέχνη που επέλεξαν να υπηρετούν. Τρανό παράδειγμα
ο Αγγελόπουλος. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που αποζητούν την έκφραση δια μέσου
περισσότερων τεχνών (και όχι μόνο), όπως
ο Παζολίνι. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει και ο Κρις Μάρκερ, μια κατηγορία από
μόνος του. Δε χρειάζεται ωστόσο να φορτώσουμε το κείμενο με βιογραφικές
πληροφορίες. Ο ίδιος πρέσβευε εξάλλου ότι η αληθινή του βιογραφία είναι το έργο
του, κι ότι εκεί θα έπρεπε κάποιος να τον «αναζητήσει». Έτσι εξηγείται εν μέρει
και η απέχθειά του προς τις διάφορες καθιερωμένες συμβάσεις, όπως οι δημόσιες
εμφανίσεις, οι συνεντεύξεις, οι φωτογραφήσεις. Ας πούμε μονάχα ότι γεννήθηκε το
1921 ως Christian François Bouche-Villeneuve, κι ότι εκτός από άνθρωπος του κινηματογράφου -του δικού του
κινηματογράφου- υπήρξε φωτογράφος, ποιητής, συγγραφέας, δοκιμιογράφος,
καλλιτέχνης των ψηφιακών μέσων… Και κάτι ακόμα: υπήρξε πολιτικό υποκείμενο –ένα
είδος πολιτικού ακτιβιστή, θα έλεγε κανείς- και άοκνος ταξιδευτής. Κι ότι όλα
αυτά, δεν αποτελούσαν ξέχωρα, ασύνδετα κομμάτια, αλλά συγκροτούσαν ένα σύνολο,
όπου με διαφορετικούς κάθε φορά τρόπους ο Μάρκερ επέμενε να εξερευνεί τα θέματα
που ανέκαθεν τον απασχολούσαν. Ένα βασικό εκ των οποίων υπήρξε η μνήμη και η
λειτουργία της, θέμα που συναντάμε και στην ταινία La Jetée, τη μοναδική μικρού μήκους -διάρκειας
μόλις 28 λεπτών- που μαζί με το Meshes of the Afternoon της Maya Deren βρίσκει
κανείς συχνά στις διάφορες λίστες με τις «καλύτερες ταινίες όλων των εποχών».
Τι
είναι όμως το La Jetée; Και γιατί εξακολουθεί
μέχρι σήμερα να μας ενδιαφέρει τόσο; Ας αναφέρουμε αρχικά τον ορισμό του
δημιουργού της. Ο Μάρκερ χαρακτηρίζει την ταινία ως photo-roman, ως μια ιστορία δηλαδή δοσμένη μέσα από φωτογραφίες. Όντως, το La Jetée αποτελείται, με μία και μοναδική
εξαίρεση, από στατικές εικόνες, από ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Αυτές σε συνδυασμό
με την αφήγηση μιας ιδιαίτερης, φαινομενικά ψυχρής ανδρικής φωνής, τη μουσική
και τους διάφορους ήχους διηγούνται μια συγκεκριμένη ιστορία. Την ιστορία ενός
άνδρα «σημαδεμένου από μια εικόνα της παιδικής του ηλικίας», κάποιου δηλαδή
εμμονικά κυριευμένου από μια ορισμένη «εικόνα», μια ορισμένη στιγμή ουσιαστικά,
την οποία κάποτε έζησε και από την ανάμνηση της οποίας δεν μπορεί να ξεφύγει,
καθώς δεν μπορεί να ξεχάσει. Ας συνοψίσουμε την ιστορία που μας αφηγείται η
ταινία.
Μετά
τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή που επέφερε ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όσοι
επέζησαν έχουν καταφύγει σε ένα υπόγειο δίκτυο στοών, καθώς η επιφάνεια της γης
είναι μολυσμένη με ραδιενέργεια. Εκεί, κάποιοι που θεωρούν τους εαυτούς τους
«νικητές» έχουν αναλάβει την εξουσία, κρατώντας τους υπόλοιπους φυλακισμένους.
Προκειμένου να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τους αναγκαίους ενεργειακούς πόρους
διενεργούν πειράματα με ταξίδια στον χρόνο, χρησιμοποιώντας κρατούμενους ως
πειραματόζωα. Ωστόσο τα πειράματα αυτά αποδεικνύονται ολέθρια για τους συμμετέχοντες,
οι οποίοι συχνά οδηγούνται στον θάνατο ή την τρέλα. Έτσι η επιστημονική ελίτ
που κατέχει την εξουσία επιλέγει εν τέλει τον ήρωα της ταινίας, ακριβώς λόγω
της ισχυρής σύνδεσής του με το παρελθόν μέσω της εικόνας από τα παιδικά του
χρόνια που τον έχει «κυριεύσει»: το πρόσωπο μιας γυναίκας στην κεντρική
αποβάθρα του αεροδρομίου στο Παρίσι λίγο πριν ξεσπάσει ο Πόλεμος. Μια εικόνα
που είναι συνδεδεμένη με ένα βίαιο συμβάν που έλαβε χώρα τότε, τη δολοφονία
ενός άνδρα.
Ο
άνδρας αυτός αποδεικνύεται άξιο πειραματόζωο. Έπειτα από διάφορες άκαρπες και
επώδυνες προσπάθειες καταφέρνει να ταξιδέψει στο παρελθόν, στον κόσμο πριν την
Καταστροφή. Κάποια στιγμή βρίσκει την κοπέλα της ανάμνησής του. Την
αναγνωρίζει, είναι σίγουρος -περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο- ότι πρόκειται για
εκείνη. Αργότερα θα την πλησιάσει. Μιλάνε. Σταδιακά αναπτύσσουν μια παράδοξη
σχέση. Συναντιούνται, περνούν χρόνο μαζί, και ξαφνικά χωρίζουν. Ο άνδρας
επιστρέφει στο παρόν. Η κοπέλα αποδέχεται αυτή την κατάσταση, μια τέτοιου
είδους σχέση με ένα «φάντασμα», όπως τον αποκαλεί. Περνούν μαζί λίγες στιγμές
ακόμα. Χωρίς παρελθόν, χωρίς σχέδια για το μέλλον. Συναντιούνται σε ένα μουσείο
με ταριχευμένα ζώα. Ο χρόνος σα να παγώνει για λίγο. Αποδεικνύεται ωστόσο ότι
ήταν η τελευταία τους συνάντηση, καθώς οι επιστήμονες αποφασίζουν τώρα να
στείλουν τον άνδρα στο μέλλον. Εκεί οι άνθρωποι μιας ειρηνευμένης,
υπερεξελιγμένης ανθρωπότητας ανταποκρίνονται στην έκκληση των προγόνων τους και
τους προσφέρουν την ενέργεια που χρειάζονται. Ο άνδρας ξέρει ότι πλέον η
αποστολή του τελείωσε, ότι θα τον εξοντώσουν. Πριν να συμβεί όμως αυτό επικοινωνούν
μαζί του οι άνθρωποι του μέλλοντος. Του προτείνουν να ζήσει μαζί τους. Εκείνος
όμως τους ζητά να τον στείλουν πίσω, στον κόσμο της παιδικής του ηλικίας, εκεί
όπου θα μπορεί να την ξανασυναντήσει.
Την
διακρίνει στην άκρη της αποβάθρας, στο αεροδρόμιο. Όπως ακριβώς στην ανάμνησή
του. Τρέχει προς το μέρος της. Καθώς την πλησιάζει βλέπει έναν άνδρα από το παρόν,
έναν από τους «επιστήμονες», ο οποίος και τον σκοτώνει. Καθώς πεθαίνει συνειδητοποιεί
ότι η στιγμή που τόσο επίμονα τον ακολουθούσε όλα αυτά τα χρόνια, η στιγμή από
την οποία αδυνατούσε να ξεφύγει, ήταν η στιγμή του θανάτου του…
Όπως
έγινε ήδη αντιληπτό πρόκειται για μια ιδιαίτερα πυκνή ταινία, η οποία καταφέρνει
να αφηγηθεί σε λιγότερο από μισή ώρα μια ερωτική ιστορία εμπλουτισμένη με
στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, μεταποκαλυπτικής μυθοπλασίας και φιλοσοφικού
στοχασμού. Τα παραπάνω κάνουν κάθε προσπάθεια μονοσήμαντης ερμηνείας αδιέξοδη.
Δεν υπάρχει μία και μόνο σωστή, δόκιμη ερμηνεία. Ωστόσο μια ορθολογική,
αναλυτική προσέγγιση του La Jetée θα καταλήξει σε βέβαιη αποτυχία. Θα μπορούσε
κάποιος για παράδειγμα ακολουθώντας μια τέτοια προσέγγιση να αποφανθεί ότι
πρόκειται για μια αφελή ταινία αναφορικά με τον κάθετο διαχωρισμό που αφήνει να
εννοηθεί ότι υφίσταται ανάμεσα σε παρελθόν-παρόν-μέλλον. Να υποστηρίξει ότι
εφόσον η ανθρωπότητα του μέλλοντος ούτως ή άλλως υφίσταται, δεν υπάρχει κανένας
ιδιαίτερος λόγος να βοηθήσει τους ανθρώπους του παρόντος. Αυτοί θα επιβιώσουν
όπως και να ‘χει. Κι ότι αφού εκείνοι τελικά τους βοηθούν παρέχοντάς τους τόση
ενέργεια ενδέχεται κάλλιστα να βάζουν σε κίνδυνο την ίδια τους την -μελλοντική-
ύπαρξη. Κι ότι ωστόσο οι δύο αυτοί κόσμοι παρουσιάζονται στην ταινία ξεκομμένοι,
καθώς το παρόν δεν φαίνεται ικανό να επηρεάσει το μέλλον… Πρόκειται καταφανώς
για μια ερμηνεία που κινείται προς λάθος κατεύθυνση, ξωκείλοντας μακριά από την
ουσία της ταινίας.
Αντίθετα
με αυτό που συμβαίνει συνήθως με τα καλά κινηματογραφικά έργα, όπου ο επαρκής
θεατής κατορθώνει με τη βοήθεια του σκηνοθέτη, να διατρέξει ικανοποιητικά την
ταινία και να «συνδιαλεχθεί» μαζί της εντός του θεματικού πλαισίου που η ίδια
ορίζει, εδώ νιώθουμε ότι συμβαίνει κάτι άλλο, κάτι παράξενο. Το La Jetée παρότι κι αυτό αφηγείται μια
ιστορία με αρχή, μέση, τέλος προσεγγίζει περισσότερο την ποίηση (ή και τη
μουσική, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Τέρι Γκίλιαμ, ο οποίος εμπνεύστηκε τους 12 Πιθήκους από αυτήν την ταινία). Ο Μάρκερ
χρησιμοποιώντας κυρίως τη στατική εικόνα και την αφήγηση σε voice-over καταφέρνει μέσω της
αριστοτεχνικής συνδιαλλαγής τους να μετατρέψει την ταινία σε ένα
οπτικοακουστικό ποίημα, όπου τίποτα δεν μπορεί να αφαιρεθεί, κι όπου το τελικό
αποτέλεσμα υπερβαίνει τα επιμέρους στοιχεία που το συγκροτούν.
Το La Jetée φτιάχνει τον δικό του χώρο και
τον δικό του χρόνο, κι ο θεατής καλείται να βουτήξει μέσα τους αφήνοντας τον
εαυτό του ελεύθερο να διαποτιστεί από το έργο. Οι διάφορες ερμηνείες που μπορεί
να προκύψουν εκ των υστέρων ενδέχεται να έχουν το ενδιαφέρον και την αξία τους.
Ωστόσο το βασικό ζητούμενο παραμένει εκείνη η πρωτογενής σχέση ανάμεσα στην
ταινία και τον κάθε ξεχωριστό θεατή της. Κι ίσως το πιο δίκαιο είναι να
ολοκληρώσουμε αυτό το κείμενο όχι με μια στεγνή θεωρητική ανάλυση, αλλά με
κάποιες σκέψεις, εμποτισμένες σε μια ορισμένη αίσθηση, έτσι όπως αυθόρμητα
γεννήθηκαν μετά την τελευταία προβολή του La Jetée.
Καθώς
το παρόν, η κάθε εν τω γίγνεσθαι πραγματικότητα, βιώνεται συχνά ως ένας
επώδυνος, μη-συνεκτικός τόπος, ως ένας χρόνος έκπτωτος και σκοτεινός, όπου
κανείς δε γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί (κάτι που επιτείνεται ιδιαίτερα σε
περιόδους μεγάλων κοινωνικών και οικονομικών κρίσεων), αποζητούμε ως
αντιστάθμισμα ένα καταφύγιο στην ασφάλεια που μας προσφέρει το παρελθόν. Σε
στιγμές που πέρασαν, τις οποίες και αποκαθάρουμε μέσα στη φαντασία μας. Έτσι
γεγονότα που συνέβησαν πριν από καιρό λαμβάνουν μέσα μας μια ειδυλλιακή, ή και
μυθική ακόμα, διάσταση. Κι εμείς, όπως ο άνδρας στο La Jetée, αποζητούμε ασυνείδητα να
επιστρέψουμε εκεί, σε έναν χρόνο κι έναν τόπο που θεωρούμε ότι υπήρξαν πιο
αγνοί, πιο ξέγνοιαστοι, πιο φωτεινοί. Για τους περισσότερους αυτός ο χρόνος
είναι βεβαίως η παιδική ηλικία. Κι εκείνο που κατά βάθος επιθυμούμε είναι να
βγούμε έξω από τον Χρόνο, έξω δηλαδή από την Ιστορία και τους επώδυνους
σπασμούς και σπαραγμούς της. Όμως γνωρίζουμε ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί.
Είμαστε καταδικασμένοι να παραμένουμε πάντοτε δέσμιοι, έγκλειστοι στον ιστορικό
χρόνο που μας έλαχε, «κληρωτοί της εποχής μας». Κι ίσως αυτό ακριβώς το
ξέσκισμα να αγγίζει με μοναδικό τρόπο η συγκεκριμένη ταινία: το ξέσκισμα
ανάμεσα στην αθεράπευτη αυτή νοσταλγία για μια επιστροφή σε έναν άλλο χρόνο,
στην πραγματική μας «πατρίδα» και την αδυνατότητα αυτής της επιστροφής, την
οντολογική καταδίκη μας δηλαδή να μην μπορούμε να ξεφύγουμε από τον Χρόνο. Και
φυσικά από τον θάνατο.
Κι
ίσως ο έρωτας, αφήνει να εννοηθεί το La Jetée, να είναι η μόνη εκείνη
δύναμη που μας επιτρέπει -για λίγο- να ξεφεύγουμε από τον αδυσώπητο Χρόνο και
την αδηφάγο Ιστορία. Εκεί όπου ανάμεσα στα βλέμματα δύο ανθρώπων που επιθυμούν
να είναι μαζί δε μεσολαβεί τίποτε άλλο. Στη μόνη ψευδαίσθηση αθανασίας που
δικαιούμαστε.
του Βασίλη Ευγενίδη