Συνέντευξη στον Χρήστο Μήτση (από εδώ)
Βραβευμένος μικρομηκάς και βοηθός του Μπέλα Ταρ, με τον οποίο δεν
διατηρεί και τις καλύτερες σχέσεις πλέον, ο 38άχρονος Ούγγρος Λάσλο
Νέμες αφιέρωσε πέντε ολόκληρα χρόνια στην υλοποίηση του φιλόδοξου
σκηνοθετικού ντεμπούτου του. Πολλαπλά δικαιωμένος, μιλάει στον Χρήστο
Μήτση για το «Γιο του Σαούλ», δράμα επιβίωσης στο Άουσβιτς που σόκαρε
τις Κάνες και απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής.
Το Ολοκαύτωμα είναι αφενός ένα δελεαστικό και αφετέρου ένα επικίνδυνο κινηματογραφικά θέμα. Πώς αποφασίσατε να το χειριστείτε;
Ο
στόχος δεν ήταν να διαφοροποιηθώ για να διαφοροποιηθώ. Η νέα γενιά,
στην οποία ήθελα να μιλήσω, δεν ξέρει πολλά για το θέμα. Έτσι,
αποφασίσαμε μαζί με την Κλάρα Ρόγερ, τη συν-σεναριογράφο μου, να
εκμοντερνίσουμε την προσέγγιση και να επικεντρωθούμε σε έναν ήρωα. Να
γίνουμε επίσης όλο και λιγότερο συναισθηματικοί. Σε μια ταινία οι
οπτικές επιλογές είναι και ηθικές επιλογές. Συνεπώς, πρέπει να σκέφτεσαι
διαρκώς τι βάζεις μέσα στο κάδρο και τι αφήνεις απ’ έξω. Τι δείχνεις
και τι όχι.
Επικεντρωθήκαμε λοιπόν σ’ έναν βασικό χαρακτήρα και
δεν εστιάσαμε στο περιβάλλον του, απαγκιστρωθήκαμε από αυτό. Γιατί δεν
μπορείς να αναπαραστήσεις την απόλυτη φρίκη. Μπορείς να κάνεις τον θεατή
να την υποπτευθεί, μπορείς να την υπονοήσεις, μπορείς να τη θολώσεις
στην άκρη του κάδρου, δεν μπορείς όμως να τη δείξεις ως αληθινή εικόνα.
Το να μετατρέψεις τη φρίκη σε θέαμα είναι η απόλυτη ανηθικότητα.
Ποιο θέλατε λοιπόν να είναι το βασικό θέμα που πραγματεύεται η ταινία;
Η
«εσωτερική», η ηθική επιβίωση. Το ερώτημα που φιλοδοξεί να απαντήσει η
ταινία είναι το αν υπάρχει εσωτερική επιλογή και διέξοδος όταν δεν
υπάρχουν εξωτερικές. Υπάρχει άραγε όριο στον περιορισμό της ελευθερίας;
Και το αντίστροφο: Υπάρχει όριο στην ελευθερία;
Σε όλη τη διάρκεια του φιλμ μένετε προσκολλημένος στην οπτική του Σαούλ…
Αυτό
έγινε όχι μόνο για να προστατεύσω τον εαυτό μου, άρα και τον θεατή, από
τον πειρασμό τού να δει το εσωτερικό των θαλάμων αερίων και τη
διαδικασία εξόντωσης σαν ένας διεστραμμένος ηδονοβλεψίας, αλλά και γιατί
αυτή είναι η στάση του ίδιου του ήρωα. Μετά από τέσσερις μήνες στο
κρεματόριο, ο Σαούλ έχει αναπτύξει το προστατευτικό αντανακλαστικό να
βλέπει επιλεκτικά, κι έτσι όλη η φρίκη εξορίζεται στο φόντο, γίνεται ένα
θολό, αποσπασματικό ντεκόρ.
Στη δημιουργία της άκρως
ρεαλιστικής, εφιαλτικής και ταυτόχρονα υπαινικτικής αυτής ατμόσφαιρας
σημαντικός είναι ο ρόλος του ήχου.
Ήθελα να κάνω διαρκώς
αισθητή την παρουσία του για να θυμίζει πως υπάρχει πάντα κάτι παραπάνω
απ’ αυτό το οποίο φαίνεται, από αυτή την τεμαχισμένη οπτική που έχουμε.
Ήθελα να ολοκληρώνει την εικόνα, χωρίς όμως γραφικό ή μελοδραματικό
τρόπο.
Πόσο πιστός μείνατε στο σενάριο; Μοιάζει δύσκολο να
προσχεδιάσεις στο χαρτί τέτοια φυσικότητα στις ερμηνείες και τόσο έντονη
αίσθηση του ρεαλισμού στην εικόνα.
Κι όμως, αποκλίναμε
ελάχιστα από την τελική σεναριακή εκδοχή, γιατί είχαν προηγηθεί πολλές,
εξαντλητικές πρόβες. Γρήγορα καταλάβαμε όλοι πως είχαμε μια πλοκή και
μια πρόζα που έστεκαν αφηγηματικά, οπότε ξοδέψαμε πολλή ενέργεια στο να
βρούμε τον σωστό ερμηνευτικό τόνο. Κάθε φορά περιορίζαμε όλο και
περισσότερο τις χειρονομίες, τις εκφράσεις, τα λόγια… Φτάσαμε στο σημείο
που τα βλέμματα και τα σώματα μπορούσαν να πουν μόνα τους όλη την
ιστορία.
Αναγνωρίζετε την επιρροή του Μπέλα Ταρ στο σκηνοθετικό στιλ σας;
Ο
Μπέλα Ταρ είναι σίγουρα ένας σπουδαίος δημιουργός που μου έμαθε πολλά.
Αναμφίβολα με έχει επηρεάσει, αλλά για μένα είναι πλέον παρελθόν.
Δύσκολα αφήνεις κάτι τόσο επιβλητικό, τόσο πολυεπίπεδο πίσω σου, αλλά
από την άλλη δεν μπορείς να ξεκινάς μιμούμενος συνειδητά κάποιον. Γι’
αυτό και απέφυγα να δω το «Άλογο του Τορίνο». Σκέφτομαι όμως πως στο
άμεσο μέλλον πρέπει να το κάνω.
Το τέλος της ταινίας θέλατε να είναι αλληγορικά διφορούμενο;
Δεν
ήθελα να μιλήσω αυστηρά για τη σωματική επιβίωση. Δεν εννοώ κάποιου
είδους μεταφυσική λύτρωση, αλλά τη δυνατότητα απόδρασης από την τρέλα,
από το απόλυτο αδιέξοδο. Βέβαια, η λέξη τρέλα υπολείπεται πολύ από το να
περιγράψει την καθημερινότητα του Άουσβιτς…