28 Ιανουαρίου 2015
11 Ιανουαρίου 2015
8 Ιανουαρίου 2015
Uccellacci e uccellini (Ennio Morricone)
Οι τίτλοι αρχής της ταινίας του Πιερ-Πάολο Παζολίνι "Uccellacci e uccellini" (1966)
6 Ιανουαρίου 2015
H Ida του Πάβελ Παβλικόφσκι (2013)
Του Σταύρου Ζουμπουλάκη (από εδώ)
Η αποκάλυψη του ακραίου και η αρχαία συνήθεια της ζωής
Η πολίχνη Γεντβάμπνε (Jedwabne) της
βορειοανατολικής Πολωνίας αριθμούσε πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
2.500 κατοίκους, εκ των οποίων τα δύο τρίτα ήταν Εβραίοι. Στις 10
Ιουλίου 1941 οι Πολωνοί κάτοικοί της δολοφόνησαν με τον πιο άγριο τρόπο
1.600 Εβραίους συγχωριανούς τους. Τους σκότωσαν με τα ίδια τους τα
χέρια, με μαχαίρια, δρεπάνια, πέτρες, ρόπαλα. Τους περισσότερους τους
συγκέντρωσαν σε μια αγροτική αποθήκη και τους έκαψαν ζωντανούς. Οι
Γερμανοί δεν είχαν καμιά ανάμειξη. Τους σκότωσαν οι συγχωριανοί τους, οι
γείτονές τους, οι άνθρωποι με τους οποίους πήγαιναν μαζί σχολείο,
έπαιζαν στο δρόμο, συναναστρέφονταν καθημερινά. Βρήκαν την ευκαιρία,
μετά την αποχώρηση του σοβιετικού στρατού κατοχής (21.6.1941) και την
έλευση του γερμανικού δυο μέρες αργότερα (23.6.1941), να ξεφορτωθούν
αυτούς που μισούσαν επί αιώνες και βεβαίως να πάρουν τα σπίτια και την
περιουσία τους. Το αφετηριακό βιβλίο για τη σφαγή του Γεντβάμπνε είναι
του Πολωνοαμερικανού ιστορικού Jan T. Gross, Neighbors. The Destruction of the Jewish Community in Jedwabne
(Princeton University Press 2001), το οποίο προκάλεσε τεράστιες
συζητήσεις και αντιπαραθέσεις στην Πολωνία και παντού. Από το μακελειό
γλίτωσαν μόνο επτά, χάρις σε μια γυναίκα, την Αντωνία Βυρτσυκόβσκα
(Antonia Wyrrzykowska). Ας μείνει και εδώ το όνομά της. Το γεγονός αυτό,
ότι έσωσε δηλαδή Εβραίους, αποτέλεσε γι’ αυτήν αιτία στιγματισμού και
διώξεων στη μεταπολεμική Πολωνία και αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις
Ηνωμένες Πολιτείες, μας πληροφορεί ο Γκρος (παραπέμπω στη γαλλική
μετάφραση του βιβλίου, Les Voisins, Fayard, Παρίσι
2002, σ. 159-161). Το Γεντβάμπνε είναι η αγριότερη περίπτωση σφαγής
Εβραίων από Πολωνούς κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου· δεν
είναι όμως, αλίμονο, η μόνη. Όλοι οι Εβραίοι της γύρω περιοχής
δεινοπάθησαν από τους Πολωνούς γείτονες. Τρεις μέρες πριν από τη σφαγή
του Γεντβάμπνε, στις 7 Ιουλίου 1941, δολοφονήθηκαν με παρόμοιο τρόπο
εκατοντάδες Εβραίοι στο χωριό Ρανττζίωφ (Radziłów). Το ίδιο έγινε και
στο χωριό της ηρωίδας της ταινίας Ida, που ανήκει, όπως και το Γεντβάμπνε, στην ευρύτερη διοικητική διαίρεση, του Λόμζε (Łomza).
Ο Πάβελ
Παβλικόφσκι γεννήθηκε το 1957 στη Βαρσοβία όπου και έζησε μέχρι τα
δεκατέσσερά του χρόνια. Η οικογένειά του όμως αναγκάστηκε να φύγει από
την Πολωνία και έτσι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης ζωής του
μέχρι τώρα στην Αγγλία. Η Ίντα είναι η πρώτη ταινία που γυρίζει
στην πατρίδα του. Αληθινό αριστούργημα. Μαυρόασπρη, με την κάμερα κατά
κανόνα ακίνητη, αυστηρή, λιτή, χωρίς μπιχλιμπίδια. Όλοι όσοι την βλέπουν
κάνουν συσχετισμούς με τον Ντράγερ και τον Μπρεσσόν. Πρέπει ίσως να
προσθέσουμε στους υφολογικούς συσχετισμούς μας και τις μαυρόασπρες
ταινίες του τσεχοσλοβάκικου κινηματογράφου την εποχή της Άνοιξης της
Πράγας. Σε κάθε περίπτωση, ταινία ανθρώπου που έχει κάτι να πει. Και
ποιος θα μπορούσε να πει την ιστορία της Ίντας καλύτερα από αυτόν που
είναι Καθολικός από τη μεριά της μάνας του και η γιαγιά του οποίου, από
τη μεριά του πατέρα του, δολοφονήθηκε στο Άουσβιτς, γεγονός για το οποίο
ο πατέρας του δεν μιλούσε ποτέ; Ο Παβλικόφσκι στην Ίντα ξέρει, θέλω να πω, για ποιο πράγμα μιλάει.
***
H Άννα
μεγάλωσε ορφανή σε Καθολικό μοναστήρι και τώρα είναι εκεί δόκιμη μοναχή.
Σε λίγες μέρες θα γίνει η κουρά της. Την υποδύεται έξοχα η νεαρή Πολωνή
που παίζει για πρώτη φορά, ένα πρόσωπο, ειδικά με εκείνον τον μοναχικό
κεφαλόδεσμο, βγαλμένο κατευθείαν από πίνακα του Βερμέερ ή κάποιου άλλου
ζωγράφου της σχολής του Ντελφτ. Η ηγουμένη τής επιβάλλει πριν από την
κουρά να πάει να βρει τη μόνη συγγενή που έχει, την αδερφή της μάνας της
Βάντα Γκρους. Υπακούει. Στα πρώτα λεπτά της συνάντησης με τη θεία της
μαθαίνει πως είναι Εβραία και ότι το όνομά της είναι Ίντα Λεμπερστάιν.
Δεν ταράζεται, μένει μάλλον ανέκφραστη.
Η θεία είναι
μια γυναίκα γύρω στα σαράντα πέντε, άνθρωπος του καθεστώτος, δικαστίνα,
πίνει και καπνίζει ασταμάτητα και κοιμάται κάθε βράδυ με όποιον τύχει.
Παραιτημένη και σχεδόν κυνική. Στα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του
πολέμου θα στείλει ως εισαγγελέας πολλούς «εχθρούς του λαού» στον
θάνατο. Στη δεύτερη συνάντησή τους, καθώς κοιτάνε παλιές οικογενειακές
φωτογραφίες –ίδια η μάνα της η νεαρή δόκιμη– η Ίντα δηλώνει την απόφασή
της να πάει να βρει τους τάφους των γονιών της. Η Βάντα θα πάει μαζί
της. Η Βάντα πάει να δει αυτό που ήδη ξέρει αλλά δεν τολμούσε μέχρι τώρα
να αντικρίσει, η Ίντα για να μάθει από την αρχή τη φρικτή αλήθεια. Η
Βάντα προειδοποιεί την Ίντα πως με αυτό το ταξίδι μπορεί να ανακαλύψει
ότι δεν υπάρχει Θεός.
Στο χωριό
όλοι ξέρουν την αλήθεια και όλοι κάνουν ότι δεν ξέρουν τίποτε. Παντού η
ίδια στάση. Όταν ο σπουδαίος Ισραηλινός συγγραφέας Άαρον Άππελφελντ
πηγαίνει το 1996 στο χωριό που γεννήθηκε, κοντά στο Τσέρνοβιτς
(Μπουκοβίνα), όπου το 1941 δολοφονήθηκαν άγρια 72 Εβραίοι, γυναίκες και
μικρά παιδιά οι περισσότεροι, μεταξύ των οποίων η μάνα του και η γιαγιά
του –εκείνος ήταν μόλις οχτώμισι χρονών– κανείς από τους κατοίκους δεν
ήξερε να σου πει τίποτε, όταν τον ρωτούσες, για τους Εβραίους και τη
μοίρα τους. Και όμως, όπως αποδείχτηκε εν συνεχεία, όλοι ξέραν τι είχαν
απογίνει οι Εβραίοι του χωριού και πού ήταν θαμμένοι, ακόμη και τα μικρά
παιδιά ήξεραν. Στον τάφο της μάνας του τον οδήγησε ο ίδιος ο άνθρωπος
που την είχε θάψει, μόλις δεκάξι χρονών τότε (Aaron Appelfeld, «Burried
Homeland», περ. New Yorker, 23.11.1998, όπως παρατίθεται από τον Gross, ό.π., σ. 155-157).
Οι δυο
γυναίκες θα βρούνε τον τάφο χάρις στον δυναμισμό και την επαγγελματική
ιδιότητα της Βάντας, που απειλεί τους ενόχους πως θα τους καταστρέψει,
αν δεν της πουν την αλήθεια και δεν την οδηγήσουν εκεί που είναι
θαμμένοι οι δικοί της. Η Βάντα ξέρει προφανώς για τις δίκες που έγιναν
στο Λόμζε, το 1949 και 1953, με κατηγορούμενους ορισμένους από τους
αυτουργούς του Γεντβάμπνε (βλ. Gross, ό.π., passim).
Ό,τι έγινε έγινε;
Ο άνθρωπος
που έχει πάρει το σπίτι των Λεμπερστάιν, όταν πάει να κλείσει συμφωνία
με την Ίντα (εγώ σου δείχνω τον τάφο και συ δεν μου παίρνεις το σπίτι),
της λέει πως «ό,τι έγινε έγινε». Αυτός είναι πάντα ο αποτρόπαιος λόγος
του θύτη στη ζωή και την ιστορία, η αποδοχή του συντελεσμένου, δηλαδή
του εγκλήματός του. Το «ό,τι έγινε έγινε» δεν μπορεί να γίνει ποτέ
αποδεκτό από τα θύματα. Τελικά θα τις πάει στον τάφο μέσα στο δάσος, θα
σκάψει και θα ξεθάψει τα οστά των γονιών της Ίντας και το κρανίο ενός
μικρού παιδιού, του γιού της Βάντας, που τον είχε εμπιστευτεί στην
αδερφή της, όταν εκείνη έφυγε για την Αντίσταση. Αυτός που ανοίγει το
λάκκο είναι ο ίδιος ο φονιάς. Μπροστά στον ανοιχτό τάφο, η Ίντα κάνει
την ερώτηση του κάθε επιζώντος: Γιατί δεν είμαι και εγώ εκεί μέσα; Θεία
και ανιψιά θα πάνε μαζί να θάψουν τα οστά στον οικογενειακό τάφο, στο
ρημαγμένο εβραϊκό κοιμητήρι του Λιούμπλιν. Όταν τα σκεπάσουν με το χώμα,
η Ίντα θα κάνει το σταυρό της.
Η ανθρώπινη συνείδηση αντιμέτωπη με το ακραίο
Όσο και αν η εξόντωση Εβραίων της Πολωνίας από Πολωνούς συμπατριώτες τους παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία, η Ίντα
δεν είναι μια ταινία για το Ολοκαύτωμα. Είναι μια ταινία για την
ανθρώπινη συνείδηση, όταν έρχεται αντιμέτωπη με μια μαύρη αλήθεια που
την αφορά ζωτικά, όταν ανασύρεται από το παρελθόν μια ακραία,
δυσβάσταχτη και τελεσίδικη αλήθεια. Εν προκειμένω: τώρα που η Βάντα έχει
πάρει στην αγκαλιά της το κρανίο του γιου της, πόσο εύκολο και δυνατό
της είναι πια να ξεχνιέται στο αλκοόλ και στις εφήμερες συνευρέσεις; Η
Ίντα, τώρα που ξέρει ότι οι αθώοι Εβραίοι γονείς της πέθαναν μόνοι και
αβοήθητοι, δολοφονημένοι άγρια από ανθρώπους που πιστεύουν στον Χριστό
όπως και εκείνη, πόσο μπορεί πια να κρατήσει αλώβητη την πίστη της και
να γίνει μοναχή;
Όταν η Βάντα
συναντάει στο νοσοκομείο τον πατέρα του φονιά –εκείνον θεωρεί φονιά
μέχρι εκείνη τη στιγμή, πριν από την ομολογία του γιου του– τον ρωτάει
αόριστα: «Υπέφερε;». Εκείνος με τη σειρά του ρωτάει «ποιος» και εκείνη
απαντάει «Το αγόρι». Αυτή είναι πάντα η αγωνία για τον θάνατο των
αγαπημένων: πώς ήταν οι τελευταίες στιγμές, πόσο υπέφεραν πριν πεθάνουν.
Εδώ τα πράγματα είναι πιο ακραία, γιατί το αγόρι δολοφονήθηκε, είδε τον
θάνατο με τα ίδια του τα μάτια, ενώ η μάνα του είχε φύγει στην
Αντίσταση για να πολεμήσει και να γλιτώσει. Η ενοχή γίνεται πια
συνθλιπτική. Επί είκοσι ολόκληρα χρόνια η Βάντα δεν έχει πει σε κανέναν
ότι είχε έναν μικρό γιο που δολοφονήθηκε άγρια, θα το πει για πρώτη φορά
στην νεαρή Ίντα. Το έκρυβε σχεδόν και από τον εαυτό της. Τώρα όμως
έχει κρατήσει το μικρό κρανίο στα χέρια της. Η Βάντα δεν μπορεί να
συνεχίσει να ζει. Βάζει στο πικάπ τη Συμφωνία του Διός του
Μότσαρτ και πέφτει στο κενό από το ανοιχτό παράθυρο. Το τελευταίο της
τσιγάρο καπνίζει στο τασάκι. Ζούσε μέχρι τώρα αυτοκτονώντας καθημερινά,
τώρα θα το κάνει τελεσίδικα.
Η μικρή
δόκιμη θα γυρίσει στο μοναστήρι, καθώς πλησιάζει άλλωστε και η μέρα της
κουράς. Η πίστη της όμως έχει ραγίσει. Όταν οι άλλες δύο δόκιμες που
πρόκειται να καρούν μαζί λένε το Πάτερ ημών, εκείνη κρατάει το στόμα της
κλειστό. Αποφασίζει να πει στην ηγουμένη ότι δεν είναι έτοιμη ακόμη και
δεν θα καρεί την ορισμένη μέρα. Την ώρα της κουράς κλαίει –ενώ δεν
έκλαψε στον τάφο των γονιών της– ίσως γιατί νιώθει πως για αυτήν έχει
κλείσει οριστικά αυτός ο δρόμος. Όταν πληροφορείται τον θάνατο της θείας
της, φεύγει από το μοναστήρι και πάει για την κηδεία. Εκεί θα
συναντήσει ξανά τον νεαρό σαξοφωνίστα που τους είχε κάνει ωτοστόπ και
τον είχαν πάρει στο αυτοκίνητο, και ο οποίος τότε είχε καταγοητευτεί από
την Ίντα, που και εκείνη όμως δεν είχε μείνει αδιάφορη. Η Βάντα μάλιστα
την παρότρυνε να γευτεί τον σαρκικό έρωτα, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται
για θυσία, αφού δεν ξέρει τι ακριβώς είναι αυτό που θυσιάζει, δίνοντας
τον μοναχικό όρκο της παρθενίας.
«Μαθητευομένη των τακουνιών», του ποτού, του τσιγάρου, του χορού, του έρωτα
Η Ίντα θα
μείνει στο σπίτι της θείας και θα δοκιμάσει να περπατήσει στα βήματά
της: φοράει τα ρούχα της, βάζει τα τακούνια της, πίνει, καπνίζει.
«Μαθητευομένη των τακουνιών» που θα έλεγε και ο Σκαρίμπας, μαθητευομένη
του ποτού, του τσιγάρου, του χορού, του έρωτα. Αδέξια μαθητευομένη της
ζωής. Θα γευτεί και τον έρωτα με τον ωραίο σαξοφωνίστα. Βρίσκονται πια
γυμνοί στο κρεβάτι και ο νεαρός της μιλάει με εικόνες και σχέδια της
κοινής μελλοντικής ευτυχίας τους: θα περπατάμε μαζί στην παραλία, θα
πάρουμε ένα σκύλο κλπ. Σε κάθε τέτοιο σχέδιο κοινής χαράς, η Ίντα
ρωτάει: «και μετά;» Θα αγοράσουμε σπίτι, λέει εκείνος, θα παντρευτούμε,
θα κάνουμε παιδιά, και η Ίντα ξαναρωτάει: «Και μετά;». Μετά, «τα
συνηθισμένα. Η ζωή» απαντάει εκείνος. Όταν ο σαξοφωνίστας αποκοιμηθεί
στο κρεβάτι, η Ίντα θα βάλει πάλι τα καλογερικά της ρούχα και θα φύγει
αθόρυβα. Το «life as usual» της είναι αδύνατο. Μετά από αυτά που έμαθε
και έζησε με τρομακτική πυκνότητα τις τελευταίες μέρες τής είναι εντελώς
αδύνατη η κανονική ζωή. Φεύγει. Για πού; Για το μοναστήρι. Με τα
καλογερικά της ρούχα πού αλλού θα μπορούσε να πηγαίνει; Στον δρόμο που
παίρνει από εκεί που την άφησε το τραίνο το βήμα της είναι γοργό και
αποφασιστικό. Την ίδια αποφασιστικότητα δείχνει και το βλέμμα της. Το
μοναστήρι δεν φαίνεται στο βάθος του δρόμου — ούτε για αυτό, ότι
πηγαίνει δηλαδή στο μοναστήρι της, δεν θέλει να μας διαβεβαιώσει ο
σκηνοθέτης. Η μουσική που ακούγεται είναι η καντάτα BWV 639 του Μπαχ
«Ich Ruf zu dir, Herr Jesu Christ» (Εκέκραξα προς σε, Κύριε Ιησού
Χριστέ).
Ξαναβρήκε
δηλαδή η Ίντα ακέραιη την πίστη της; Αν όχι, μπορεί με ραγισμένη πίστη
να γίνει και να μείνει μοναχή; Νομίζω πως, παρά την καντάτα του Μπαχ που
συνοδεύει τον αποφασιστικό βηματισμό της, ό,τι έχει να κάνει με την
πίστη και τους μοναχικούς όρκους της Ίντας μένει αβέβαιο και ανοιχτό.
Ένα μόνο είναι απολύτως βέβαιο: μετά από όσα ακραία έμαθε, η κανονική
ζωή τής είναι πια αδύνατη. Ο κόσμος δεν έχει θέλγητρα για αυτήν. Η Βάντα
και η Ίντα πιστεύουν βαθιά στην ψυχή τους ότι η θέση τους ήταν μέσα σε
εκείνον τον λάκκο στο δάσος. Πώς να συνεχίσουν να ζουν; Η καθεμιά φεύγει
από τον κόσμο με τον δικό της τρόπο. Η Βάντα φεύγει από τον κόσμο
αυτοκτονώντας, η Ίντα φεύγει από τον κόσμο πηγαίνοντας να κλειστεί στο
μοναστήρι. Οι θύτες μόνο συνεχίζουν απρόσκοπτα την κανονική ζωή, αφού
«ό,τι έγινε έγινε». Τα θύματα, οι επιζώντες της φρίκης, μετά την ακραία
αποκάλυψη, δεν μπορούν εύκολα να ασκήσουν την πανάρχαιη συνήθεια της
ζωής.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)