Για να καταφεύγει ο Βέγγος τόσο συχνά στην
προσφώνηση «Καλοί μου άνθρωποι!», πά' να πει ότι υπήρχαν και κακοί
-διαφορετικά η διευκρίνιση θα περίττευε.
Τώρα οι κακοί, οι άπληστοι, οι πωρωμένοι, οι μηδενιστές και οι
τεχνοκράτες επελαύνουν κερδίζοντας τις μάχες σε όλα τα μέτωπα, ενώ ο
Βέγγος χάνεται μαζί με την τελευταία συγκινησιακή ανταύγεια της
δεκαετίας του '60, στην ψυχική ευρυχωρία της οποίας είχε τρέξει και
ξανατρέξει αλωνίζοντας και καλώντας τους πάντες σε επαγρύπνηση εν όψει
μιας απειλής που ουδέποτε κατονόμαζε. Εκ των υστέρων, έχουμε αμέτρητους
λόγους να υποθέσουμε πως η τελευταία δεν ήταν παρά ο κίνδυνος να
αποκοπούμε απ' το συναισθηματικό φως του παρελθόντος της ζωντανής
γειτονιάς.
Πράγματι, το τρέξιμο του Βέγγου στην πόλη, η αδιάκοπη κίνηση
πάνω-κάτω και γύρω απ' την εστία κάθε μικροσυμβάντος είναι μια τρελή
τροχιά απείρως πιο αγωνιώδης και ομιλητική απ' ό,τι των διάσημων
συναδέλφων του της κινηματογραφικής κωμωδίας, όπως ο Λουί ντε Φινές ή,
παλαιότερα, ο Τσάπλιν. Μ' αυτούς μοιράζεται, φυσικά, τη σπασμωδική
τεθλασμένη και την ταχύτητα μιας κίνησης που προκύπτει απ' την
καταδίωξη: όλοι αυτοί οι κωμικοί τρέχουν σαν να τους κυνηγούν, για να
μην πούμε ότι τους κυνηγούν όντως κάθε είδους απειλές και παρεξηγήσεις,
αντικείμενα που ξεφεύγουν από τον έλεγχο και παλιάνθρωποι. Ωστόσο
υπάρχει στον Βέγγο, επιπλέον -και κυρίως-, μια δόση αστείρευτης αγάπης
για εκείνους που αναλαμβάνει να προστατέψει και που δεν είναι παρά οι
ίδιοι οι θεατές: ο Βέγγος τρέχει θέλοντας να προειδοποιήσει για μιαν
επερχόμενη καταστροφή, τρέχει αντιστεκόμενος στην εισβολή ενός παράλογου
τρόπου ζωής που έρχεται απ' το μέλλον και που ήδη έχει κατακτήσει, στις
ταινίες εκείνες, το εσωτερικό των σαλονιών της ανώτερης τάξης με τη
γοητεία των πλαστικοποιημένων επιφανειών και την υπνωτιστική επιρροή των
επίπλων ντιζάιν στις αποφάσεις του Κωνσταντάρα και της Μάρως Κοντού. Εν
ολίγοις, ο Βέγγος τρέχει, όχι μόνον επειδή δεν τον χωράει ο τόπος, αλλά
επίσης για να σημάνει συναγερμό.
Τρέχει και τρέχει θέλοντας να μας πει ότι η συμφορά δεν είναι
αυτή που μας βρήκε αλλά εκείνη που πρόκειται να μας βρει όταν θα
λησμονηθεί οριστικά και αμετάκλητα το περίφημο εκείνο κάτι, αυτός ο προ
πολλού μισοχαμένος θησαυρός που ο ίδιος ψάχνει εδώ κι εκεί και που δεν
είναι άλλος απ' τη διαπροσωπική συμπάθεια ως ιδανική ρίζα κάθε επιθυμίας
και κάθε αιτιότητας. Τρέχει διαλαλώντας ότι η ευτυχία τού να
περιστοιχίζεσαι από καλούς ανθρώπους εκπνέει όπου να 'ναι, σημαδεμένη
από την ημερομηνία λήξης της διαφαινόμενης αλματώδους προόδου στην
τεχνολογία των τηλεοράσεων και των ψυγείων. Τρέχει σπάζοντας όλα τα
ρεκόρ νευρικότητας και υπερδιέγερσης για να μας μεταδώσει, με κωμικό
τρόπο, το νόημα της τελευταίας ευρωπαϊκής τραγωδίας: δηλαδή την επίγνωση
ότι κάθε ρεκόρ, κάθε επίτευγμα έχει χαρακτήρα αποχαιρετιστήριο. Σ' αυτό
συνίσταται η ιδιοφυΐα του.
Αποδείχτηκε προφήτης. Ηταν ο πιο ενστικτώδης, καλόκαρδος και ταλαντούχος ταχυδρόμος που είχαμε ποτέ.
του Ευγένιου Αρανίτση (από εδώ)