10 Φεβρουαρίου 2014

Το υποκατάστατο των ονείρων - του Hugo Von Hofmannsthal





Αυτό που οι άνθρωποι γυρεύουν στον κινηματογράφο, είπε ο φίλος μου με τον οποίο προσέγγισα το θέμα, αυτό που όλοι οι εργαζόμενοι γυρεύουν στον κινηματογράφο, είναι το υποκατάστατο των ονείρων. Επιθυμούν να γεμίσουν τη φαντασία τους με εικόνες, με δυνατές εικόνες, που να συνοψίζουν την ουσία της ζωής και τρόπον τινά να είναι φτιαγμένες από τον εσωτερικό κόσμο του θεατή και να απευθύνονται στην καρδιά του. Διότι τέτοιες εικόνες τους χρωστά η ζωή τους (αναφέρομαι σε εκείνους οι οποίοι κατοικούν στις πόλεις ή στις μεγάλες συνεχόμενες βιομηχανικές ζώνες, όχι στους άλλους, τους αγρότες, τους ναυτικούς, τους δασεργάτες ή τους ορεσίβιους). Τα κεφάλια τους είναι άδεια, όχι εκ φύσεως, περισσότερο εξαιτίας του τρόπου ζωής, που η κοινωνίας τους αναγκάζει να ακολουθήσουν. Έχουμε αυτές τις συσσωρεύσεις μαυρισμένων από τον άνθρακα βιομηχανικών τόπων, που ανάμεσά τους δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο παρά μια λωρίδα μαραμένου γρασιδιού και τα παιδιά που μεγαλώνουν εκεί, από τα οποία ούτε ένα ανάμεσα σε έξι χιλιάδες δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του μια κουκουβάγια ή έναν σκίουρο ή μια πηγή. Αυτές είναι οι πόλεις μας, αυτές οι γραμμές από σπίτια που διασταυρώνονται ατελείωτα το ένα με το άλλο. Τα σπίτια μοιάζουν όμοια μεταξύ τους· έχουν μια μικρή πόρτα και σειρές από ομοιόμορφα παράθυρα, κάτω στο ισόγειο είναι τα καταστήματα. Τίποτα δεν μιλά σε αυτόν που έρχεται σαν επισκέπτης ή σε αυτόν που αναζητά σπίτι· το μοναδικό που μιλά είναι ο αριθμός. Έτσι μοιάζει το εργοστάσιο, ο εργασιακός χώρος, η μηχανή, ή το ληξιαρχείο. Τίποτ’ απ’ αυτά δεν παραμένει τόσο στέρεα χαραγμένο όπως ο αριθμός. Αυτή είναι η εργάσιμη μέρα: η ρουτίνα της ζωής στο εργοστάσιο ή της χειρωνακτικής εργασίας· μία-δύο κινήσεις των χεριών, πάντα οι ίδιες, το ίδιο σφυροκόπημα ή εργασία στα ρουλεμάν, ή στους λειαντήρες ή στους περιστροφείς. Και πίσω στο σπίτι: η κουζίνα υγραερίου, ο σιδερένιος φούρνος, μερικές ηλεκτρικές συσκευές και μικροσυσκευές, από τις οποίες ο άνθρωπος εξαρτάται και οι οποίες απαιτούν τόση εξάσκηση για να μάθει να τις χρησιμοποιεί καλά, ώστε τελικά μετατρέπεται ο ίδιος σε μηχανή, σε ένα εργαλείο ανάμεσα σε εργαλεία.

Κατά αμέτρητες εκατοντάδες χιλιάδες δραπετεύουν οι άνθρωποι από όλα αυτά στη σκοτεινή αίθουσα. Το ότι αυτές οι εικόνες είναι βουβές είναι ένα ακόμα θέλγητρο· είναι βουβές σαν όνειρα. Και ενδόμυχα, χωρίς δηλαδή να το γνωρίζουν, φοβούνται αυτοί οι άνθρωποι τη γλώσσα· φοβούνται τη γλώσσα ως εργαλείο της κοινωνίας. Η αίθουσα διαλέξεων είναι δίπλα στον κινηματογράφο, η ταβέρνα της γειτονιάς είναι ένα σοκάκι παραπέρα, δεν έχουν όμως την ίδια δύναμη. Η είσοδος του κινηματογράφου μαγνητίζει τα βήματα των ανθρώπων όπως ακριβώς τα μαγαζιά που πουλάνε αλκοόλ· κι όμως είναι κάτι διαφορετικό. Πάνω από την αίθουσα των διαλέξεων αναγράφεται με χρυσά γράμματα «η γνώση είναι δύναμη» αλλά ο κινηματογράφος φωνάζει πιο δυνατά· φωνάζει με εικόνες. Η δύναμη που μεταδίδεται σ’ εκείνους μέσα από τη γνώση έχει κάτι που τους είναι ανοίκειο, κάτι όχι εντελώς πειστικό, κάτι επισφαλές. Αισθάνονται ότι δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να τους οδηγεί πιο βαθιά μέσα στον μηχανισμό και ολοένα πιο μακριά από την αληθινή ζωή, από αυτό που οι αισθήσεις τους και κάτι βαθύτερο κάτω από τις αισθήσεις, που τους λέει ότι είναι η αληθινή ζωή. Η γνώση, η εκπαίδευση, η κατανόηση των συσχετισμών, όλο αυτό χαλαρώνει ίσως τα δεσμά που νιώθουν να σφίγγονται γύρω απ’ τα χέρια τους, τα χαλαρώνει ίσως προσωρινά –για το θεαθήναι- για να τα ξαναδέσει μετά ίσως ακόμα πιο σφιχτά. Όλο αυτό μπορεί να τους οδηγεί εντέλει σε νέες αλυσίδες, σε ακόμα πιο βαθειά δουλεία. (Δεν λέω ότι εκείνοι λένε κάτι τέτοιο· μία φωνή όμως μέσα τους το λέει πολύ σιγά.) Και το εσώτερό τους είναι θα έμενε κενό μπροστά σ’ όλα τούτα. (Κι αυτό το λένε στον εαυτό τους δίχως να το λένε.) Η χαρακτηριστική αδιάφορη κενότητα της πραγματικότητας, η ερημιά από την οποία ξεφεύγει κανείς και με το αλκοόλ – οι λιγοστές ιδέες, που αιωρούνται στο κενό, όλα αυτά δεν επουλώνονται στ’ αλήθεια μ’ αυτό που προσφέρει η αίθουσα διαλέξεων. Τα συνθήματα των κομματικών συγκεντρώσεων, οι στήλες της εφημερίδα, που είναι κάθε πρωί στη θέση τους – ούτε κι εκεί βρίσκεται κάτι που θα μπορούσε να καταργήσει πραγματικά την ερημιά της ύπαρξης. Αυτή η γλώσσα των μορφωμένων και μισομορφωμένων, είτε προφορική είτε γραπτή, είναι κάτι το ξένο. Ρυτιδώνει την επιφάνεια αλλά δεν ξυπνάει ό,τι κοιμάται στο βυθό. Υπάρχει πάρα πολλή άλγεβρα σε αυτήν τη γλώσσα. Κάθε αριθμός καλύπτει και από ένα γράμμα, ο αριθμός είναι μια συντήρηση της πραγματικότητας. Όλ’ αυτά δείχνουν από μακριά προς κάποια κατεύθυνση, καθώς και προς την εξουσία, την εξουσία στην οποία καθένας έχει κάποιο μερίδιο. Όλ’ αυτά όμως, είναι πολύ έμμεσα, οι συνδέσεις είναι πολύ άυλες, πράγμα που δεν ανυψώνει αληθινά το πνεύμα, δεν το οδηγεί πουθενά. Όλ’ αυτά αφήνουν πίσω τους πικρία καθώς και το συναίσθημα ότι αποτελείς το αδύναμο κομμάτι μιας μηχανής. Όλοι τους όμως γνωρίζουν μια άλλη δύναμη, μια αληθινή, τη μόνη που είναι αληθινή: τη δύναμη των ονείρων.

Όλοι τους υπήρξαν κάποτε παιδιά και ήταν τότε παντοδύναμα όντα. Υπήρχαν όνειρα εκείνο τον καιρό, τις νύχτες, αλλά όχι μόνο τη νύχτα· υπήρχαν και την ημέρα: κάποια σκοτεινή γωνιά, ένα φύσημα του ανέμου, το πρόσωπο κάποιου ζώου, ο ήχος από το σύρσιμο των ποδιών κάποιου ξένου βαδίσματος αρκούσαν για να κάνει αισθητή την αδιάκοπη παρουσία τους. Το σκοτεινό δωμάτιο πίσω από τις σκάλες στο κελάρι, ένα παλιό βαρέλι στην αυλή, μισογεμάτο με νερό της βροχής, ένα κιβώτιο γεμάτο παλιατζούρες· η πόρτα που οδηγούσε σε κάποια αποθήκη, η πόρτα στο πάτωμα, η πόρτα της γειτονικής κατοικίας, μέσα από την οποία κάποιος έβγαινε και προτού βρεθούμε μπροστά του τρέχαμε να κρυφτούμε από φόβο, ή κάποιο όμορφο πλάσμα, το οποίο προξενούσε το γλυκό εκείνο απροσδιόριστο ρίγος του πόθου που γεννιέται βαθιά μέσα στον σκοτεινό τρεμάμενο βυθό της καρδιάς. Και τώρα πάλι ανοίγει μπροστά μας ένα κιβώτιο με μαγευτικές παλιατζούρες: ο κινηματογράφος. Εκεί είναι όλα ανοιχτά, όσα κρύβονται πίσω από κρύες αδιαφανείς προσόψεις ατελείωτων σπιτιών, εκεί όλες οι πόρτες ανοίγουν και βγάζουν στα σαλόνια των ανακτόρων, στο δωμάτιο του νεαρού κοριτσιού, στους διαδρόμους των ξενοδοχείων· στην κρυψώνα του κλέφτη, στο εργαστήριο του αλχημιστή. Εκεί βλέπουμε το ταξίδι μέσα στον άνεμο μαζί με τον δαίμονα Ασμοδαίο, που όλες τις στέγες ξηλώνει, όλα τα μυστικά απελευθερώνει. Όμως δεν είναι απλά και μόνο η ικανοποίηση της τυραννικής περιέργειας που τόσες φορές μένει ανικανοποίητη· όπως σε εκείνον που ονειρεύεται έτσι και εδώ προετοιμάζεται η ικανοποίηση κάποιου μυστικότερου πόθου: τα όνειρα είναι πράξεις, μια γλυκειά αυταπάτη άθελά της αναμειγνύεται με αυτήν τη δίχως όρια θέαση και είναι σαν να έχει κανείς την ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει με αυτές τις βουβές, καλόβολες εικόνες που βιαστικά περνούν από μπροστά του, σαν να μπορεί κανείς να ελέγξει ολόκληρες υπάρξεις. Το τοπίο, σπίτια και πάρκα, δάση και λιμάνια που πηγαινοέρχονται πίσω από τις μορφές, χρησιμεύει μόνο σαν ένα νέο είδος χαμηλόφωνης μουσικής, αναμοχλεύοντας ένας θεός ξέρει τίνος είδους νοσταλγία και εκστατική χαρά, κάτω στην σκοτεινή περιοχή, που καμία λέξη, είτε γραπτά είτε προφορικά, δεν μπορεί να διεισδύσει. Στις ταινίες, λοιπόν, μία ολόκληρη λογοτεχνία περνά από μπροστά μας σε κομμένα κομμάτια από πανί ή μάλλον ένα ολόκληρο κουβάρι από λογοτεχνίες, απομεινάρια μορφών από χιλιάδες δράματα, μυθιστορήματα, αστυνομικά, ιστορικά ανέκδοτα, παραισθήσεις πνευματιστών, αφηγήσεις περιπετειών, συγχρόνως όμως όμορφα πλάσματα και διάφανες χειρονομίες, ύφη και ματιές, από τις οποίες ξεπροβάλλει ακέραια η ψυχή. Ζουν και υποφέρουν, αγωνίζονται και πεθαίνουν μπροστά στα μάτια του ονειρευόμενου· και ο ονειρευόμενος ξέρει ότι είναι ξύπνιος. Δεν χρειάζεται να αφήσει απέξω τίποτα από τον εαυτό του· με όλα όσα εντός του υπάρχουν, μέχρι και τις πιο μυστικές πτυχές του, ατενίζει αυτό τον αναλάμποντα τροχό της ζωής, που αενάως γυρνά. Ο άνθρωπος ως όλον παραδίνεται σε αυτό το θέαμα· ούτε ένα όνειρο από την πιο τρυφερή παιδική ηλικία δεν θα ηχούσε παράφωνο εκεί μέσα. Κι αυτό διότι μόνο φαινομενικά έχουμε ξεχάσει τα όνειρά μας. Από το καθένα τους, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων που ξεχάσαμε ξυπνώντας, μένει μέσα μας κάτι, ένας αμυδρός κι όμως καθοριστικός χρωματισμός των συναισθημάτων μας· μένουν οι έξεις του ονείρου, στις οποίες υπάρχει ολόκληρος ο άνθρωπος περισσότερο από ό,τι στις έξεις της ζωής, όλες οι απωθημένες ιδεοληψίες, στις οποίες η δύναμη και η ιδιορρυθμία του ατόμου αναπτύσσεται εσωτερικά. Όλη αυτή η υπόγεια βλάστηση ταλαντεύεται αρμονικά έως ότου φτάσει στο πιο σκοτεινό έδαφος κάτω στις ρίζες, ενόσω τα μάτια διαβάζουν τη χιλιοπρόσωπη εικόνα της ζωής από το φιλμ που τρεμοπαίζει. Πράγματι, αυτό το σκοτεινό έδαφος στη ρίζα της ζωής, η περιοχή όπου το άτομο σταματά να είναι άτομο, εκεί όπου τόσο σπάνια μία λέξη προσεγγίζει, ακόμα και η λέξη της προσευχής ή το κόμπιασμα του έρωτα, αυτό είναι που πάλλεται αρμονικά. Από αυτό, ωστόσο, προέρχεται το μυστικότερο και βαθύτερο όλων των συναισθημάτων της ζωής: η αίσθηση της αφθαρσίας, η πίστη στην αναγκαιότητα και η περιφρόνηση για το απλώς πραγματικό που απλά και μόνο έτυχε να υφίσταται. Από αυτό, όταν κάποτε αρχίζει να κυματίζει, ξεπηδά ό,τι ονομάζουμε δύναμη της μυθοπλασίας. Μπροστά σε αυτή τη σκοτεινή ματιά προβάλλει από το βάθος της φύσης απαστράπτον το σύμβολο: η αισθητή εικόνα για πνευματική αλήθεια που είναι άφταστη μέσω του λόγου.   

Εγώ ξέρω, συμπέρανε ο φίλος μου, ότι υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι να παρατηρήσει κανείς αυτά τα πράγματα. Και ξέρω επίσης ότι υπάρχει ένας θεμιτός τρόπος να τα κοιτάξει κανείς από μία διαφορετική οπτική γωνία, η οποία τίποτα άλλο δεν βλέπει σε όλα αυτά παρά μία θλιβερή σύγχυση βιομηχανικής απληστίας, την παντοδυναμία της τεχνικής, την απαξίωση του πνευματικού και τη στείρα περιέργεια που στρέφεται προς κάθε κατεύθυνση ανεξαιρέτως. Μου φαίνεται ωστόσο ότι η ατμόσφαιρα του κινηματογράφου είναι η μοναδική μέσα στην οποία οι άνθρωποι του καιρού μας -εκείνοι που συνιστούν τις μάζες- εισέρχονται σε μια εντελώς άμεση, εντελώς ελεύθερη σχέση με μιαν απροσμέτρητη, αν και ιδιότυπα διαμορφωμένη, πνευματική κληρονομιά. Και η γεμάτη μισοσκότεινη αίθουσα με τις εικόνες που τρεμοπαίζουν στο μπροστινό μέρος της είναι για μένα -δεν μπορώ να το πω αλλιώς- σχεδόν ιερή, ως ο τόπος στον οποίο οι ψυχές, μέσα σε μια θολή παρόρμηση αυτοσυντήρησης, δραπετεύουν μακριά, από τους αριθμούς προς το όραμα.



                 του Hugo Von Hofmannstahl (από το 78ο τεύχος του περιοδικού σημειώσεις)



[Ένθετο της εφημερίδα Prager Presse, 27 Μαρτίου 1921]

Μτφρ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΠΟΣΚΙΤΗΣ