8 Απριλίου 2015

Συνέντευξη του Γιώργου Αρβανίτη




Συνέντευξη στον Χρήστο Παρίδη (από εδώ)

Ο πολυβραβευμένος διευθυντής φωτογραφίας με τη διεθνή καριέρα, ο Γιώργος Αρβανίτης, ζει κι εργάζεται τα τελευταία 25 χρόνια στη Γαλλία. Έχει δουλέψει για μερικούς από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες, όπως οι αδελφοί Νταρντέν, ο Μπελόκιο, ο Φερέρι, ο Πασκάλιεβιτς και άλλοι. Στην Ελλάδα τον έχουμε ταυτίσει με τα λυρικά πλάνα του Θόδωρου Αγγελόπουλου αλλά και με εξαιρετικές ταινίες του Βούλγαρη, της Μαρκετάκη, του Κακογιάννη. Η σταδιοδρομία του, όμως, πάει πολύ πίσω, έχοντας φωτογραφίσει τις εμπορικότερες ταινίες της Φίνος Φιλμ, από τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη μέχρι τις υπερπαραγωγές της Βουγιουκλάκη. Αυτήν τη σημαντική πορεία τίμησε ο νέος υπουργός Πολιτισμού, χρίζοντάς τον πρόεδρο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. 


Παραμένει ο κινηματογράφος για σας αυτό που ήταν πάντα; Η αίθουσα έχει σχεδόν ακυρωθεί και ο περισσότερος κόσμος δεν βλέπει πια ταινίες στη μεγάλη οθόνη…

Έχει αλλάξει πολύ ο κινηματογράφος. Κάποτε ήταν η έξοδός μας. Εδώ, στη Γαλλία, πηγαίνουν πολύ κινηματογράφο, αλλά στη χώρα μας και αλλού όλο και λιγότερο. Υπάρχει το home cinema, αλλά εκεί είναι εντελώς άλλη η αντιμετώπιση μιας ταινίας. Ό,τι δεν μου αρέσει, το περνάω γρήγορα με το τηλεκοντρόλ. Δεν είναι τυχαίο ότι άκουσα σε κάποιο γραφείο να αναφέρονται στις ταινίες ως «προϊόντα» και στους θεατές ως «καταναλωτές εικόνων». Και το γύρισμα έχει αλλάξει, ο τρόπος δουλειάς. Παλιά ένας σκηνοθέτης ήξερε ότι είχε τόσα μέτρα να τελειώσει την ταινία του και προετοιμαζόταν ανάλογα. Σήμερα, με τη νέα τεχνολογία, που δεν έχουμε το φιλμ, τραβάνε από τόσες διαφορετικές γωνίες, που στο τέλος η ταινία είναι του μοντέρ και όχι του σκηνοθέτη.

Υπάρχουν και οι ψηφιακές επεμβάσεις.

Ναι, και στο τέλος τίποτα δεν είναι αληθινό. Θα μου πεις, συνέβη ακριβώς το ίδιο στη μουσική με το βινύλιο και τα CD, κι όμως η μουσική παραμένει μουσική. Λείπει, όμως, κάτι. Κάποτε ένας συνθέτης στο Λονδίνο, που έγραφε μουσική με το κομπιούτερ, μου έβαλε και άκουσα ένα πάρα πολύ ωραίο κομμάτι. Του λέω «είναι καταπληκτικό» και μου απαντάει «δεν είναι, καμία ορχήστρα δεν μπορεί να το παίξει έτσι. Πρέπει να δημιουργήσω ένα λάθος για να φανεί αληθινό».

Λέτε ότι συμβαίνει το ίδιο και στον κινηματογράφο; Ξέρετε, εκατομμύρια άνθρωποι, κυρίως νέοι, βλέπουν σινεμά στη μικρή οθόνη ενός λάπτοπ.

Στο τρένο που παίρνω για να πάω στο Παρίσι καθημερινά, ενώ παλιά ήταν όλοι με ένα βιβλίο, τώρα έχουν ένα λάπτοπ και βλέπουν ταινίες. Πώς μπορούν, δεν καταλαβαίνω. Χάθηκε η μαγεία της αίθουσας και πολλοί νέοι δεν την αποζητάνε. Μα, μπορεί να δει κανείς τον «Λόρενς της Αραβίας» σε μια μικρή οθόνη; Κι ύστερα μιλάμε για ποιότητα εικόνας και ήχου…

Εξακολουθεί να έχει σημασία η σπουδαία διεύθυνση φωτογραφίας, όταν υπάρχει η τεχνολογία; Ξεχωρίζει ο πολύ καλός φωτογράφος;

Νομίζω, ναι. Στις ταινίες που κάνω δεν έχω αλλάξει τίποτα από το πώς δούλευα όταν χρησιμοποιούσα φιλμ. Ο τρόπος του φωτισμού παραμένει ακριβώς ο ίδιος. Απλώς, έχεις τη δυνατότητα να διορθώσεις κάποια πράγματα που δεν μπορούσες στο γύρισμα ή ήθελες πολύ χρόνο. Τώρα είναι πολύ πιο εύκολα, μπορείς να τα αλλάξεις άμεσα. Αλλά ένας καλός φωτογράφος –και υπάρχουν πολλοί καλοί φωτογράφοι–, ακόμα κι αν γυρίζει ψηφιακά, φαίνεται. Υπάρχουν δύο τύποι φωτογράφων: αυτοί που διεκπεραιώνουν κι εκείνοι που χρησιμοποιούν τη φωτογραφία ως μέσο έκφρασης. Πάντως, μια καλή φωτογραφία στον κινηματογράφο είναι εκείνη που εξυπηρετεί το θέμα και όχι εκείνη που είναι άρτια τεχνικά.

Τα ελαττώματα του αποτελέσματος τα βλέπατε και τότε ή τα αναγνωρίσατε αργότερα, λόγω πείρας;

Τα έβλεπα και τότε, αλλά λόγω οικονομικής στενότητας δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Κυνηγούσαμε το φως ακριβώς πώς θα ήταν, δεν είχαμε πολλούς προβολείς, έψαχνα να βρω τρόπους –γιατί ήταν δύσκολο– να φωτίσω μονοκόμματα πλάνα 10 λεπτών...

Όταν γυρίζατε τις ταινίες του Αγγελόπουλου, τι είχατε ως πρότυπο;

Τον Τσαρούχη, την αφαίρεση. Όταν έκανα τον «Θίασο», είχα έναν κατάλογο των τσιμέντων «Ηρακλής» με έργα του Τσαρούχη από τον Πειραιά, το Λαύριο, το Καφενείον το Νέον. Πάνω σε αυτά στηρίχτηκα. Και φυσικά στο σενάριο, αυτό που έλεγε η ταινία. Ο «Θίασος» ήθελε τρομακτική απλότητα, ήθελε ένα μη-χρώμα, ένα φως περισσότερο εσωτερικό και λιγότερο κινηματογραφικό.

Μια γκρίζα Ελλάδα, όχι την ηλιόλουστη που προβάλλουν συνήθως.

Βέβαια. Στην πρώτη ταινία που έκανα με τον Αγγελόπουλο βγήκαν και προσωπικά πράγματα. Κατάγομαι από ένα ορεινό χωριό, η οικογένεια μου υπέμεινε πολλά στον Εμφύλιο – η μάνα μου ήταν πολιτική κρατούμενη δέκα χρόνια. Και στο χωριό μας έβγαινε ο ήλιος, αλλά εγώ, ως παιδί, δεν τον είδα ποτέ. Όταν, λοιπόν, κάναμε την «Αναπαράσταση», μου βγήκε ένα φως που ήταν κρυμμένο μέσα μου, που είχε κατασταλάξει, ξεπετάχτηκε από μόνο του και λειτούργησε στην ιστορία. Ήταν ένα ψυχολογικό φως. Ένας καλός φωτογράφος πρέπει να διαβάσει καλά το σενάριο ώστε να το καταλάβει, να το κουβεντιάσει με τον σκηνοθέτη και να βρουν τρόπους μαζί. Γιατί ένας διευθυντής φωτογραφίας τι κάνει; Υλοποιεί εικόνες, το όνειρο του σκηνοθέτη μέσα από μια συνεργασία.

Για τον Αγγελόπουλο ποιο ήταν το όνειρο; Γιατί τα ατελείωτα τοπία του Βορρά;

Νομίζω ότι ήθελε να μην υπάρχουν παράταιρα στοιχεία στην εικόνα, ώστε να μην αποσπούν την προσοχή του θεατή από αυτό που συνέβαινε. Γι’ αυτό δούλευε με γενικά πλάνα.

Οι μουντές, θλιβερές ατμόσφαιρες απέπνεαν και την πολιτική διάσταση.

Ακριβώς. Όταν είσαι χαρούμενος και βγαίνει ο ήλιος, τον θυμάσαι. Εγώ δεν θυμάμαι κανένα καλοκαίρι της χούντας.

Σε παλιότερή σας συνέντευξη έχετε διαμαρτυρηθεί για την ποιότητα της εικόνας στη μεταγραφή ταινιών σε DVD και Blu-ray.

Tεχνικά, η μεταφορά έχει ορισμένα προβλήματα. Θα πρέπει να καθίσει ο διευθυντής φωτογραφίας να κάνεις διορθώσεις από το φιλμ πλάνο-πλάνο. Παρατηρώ προβλήματα κυρίως στα χαμηλά και στα υψηλά φώτα. Αλλά είναι θέμα των παραγωγών που δεν θέλουν να πληρώσουν.

Υπήρξε κάποια εξέλιξη από τότε που το δηλώσατε;

Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Ούτε από το Κέντρο Κινηματογράφου, ούτε βέβαια από τη Φίνος Φιλμ. Έχω κάνει γύρω στις 60 ταινίες στην Ελλάδα. Οι ταινίες της Φίνος Φιλμ είναι απαράδεκτες. Αν ζούσε ο συγχωρεμένος ο Φίνος, δεν θα το δεχόταν αυτό. Ο Φίνος δεν ήταν ούτε επιχειρηματίας, ούτε καλλιτέχνης. Ήταν ένας φοβερός τεχνικός του κινηματογράφου. 

Αυτό παρατηρείτε και στη Γαλλία;

Όχι, γιατί έχουμε το Συνδικάτο Διευθυντών Φωτογραφίας και το έχουμε επιβάλει κάπως. Υπογράφεις κάτι κι έχεις υποχρεώσεις. Αλλά, όπως έχεις εσύ υποχρεώσεις απέναντι στον παραγωγό, έτσι κι εκείνος έχει κάποιες υποχρεώσεις απέναντι σ’ εσένα, ως διευθυντή φωτογραφίας. Άλλωστε, τέσσερα πράγματα είναι ο κινηματογράφος: σενάριο, σκηνοθεσία, φωτογραφία, μουσική.

Γιατί φύγατε από την Ελλάδα;

Είχε αρχίσει να πέφτει ο κινηματογράφος στην Ελλάδα και αδυνατούσα να ζήσω την οικογένειά μου. Σκέφτηκα, λοιπόν, να φύγω, να παλέψω, να γνωρίσω άλλον κόσμο, να μιλήσω, να καλυτερέψω, να μη μείνω εγκλωβισμένος – βεβαίως, κανένας δεν με εμπόδιζε να κάνω ταινίες στην Ελλάδα, παρόλο που από τη στιγμή που έφυγα από την Ελλάδα, οι προτάσεις που είχα ήταν μηδαμινές. Όταν πήρα το βραβείο στο Φεστιβάλ Βενετίας, μου έκανε μια γιορτή το υπουργείο Πολιτισμού και κάποιος μου είπε «ελπίζω να μην ξεχάσετε τον ελληνικό κινηματογράφο». Του απάντησα «ελπίζω αυτός να μη με ξεχάσει». Πολλοί λένε ότι είμαι ακριβός, αλλά κανένας δεν μου έκανε πρόταση για να πω μια τιμή και να πουν ότι είμαι ακριβός. Ξέρω σε ποιον κινηματογράφο θα δουλέψω και ποιες συνθήκες επικρατούν στη χώρα μας.

Μάλλον σας προτιμάνε έξω… Απαλλάχτηκαν από εσάς!

Μπορεί. Αλλά πρέπει να πω ότι υπάρχει μια γενιά νέων οπερατέρ στην Ελλάδα, που είναι καταπληκτικοί. Αλλά έχω ακούσει και διάφορα μίζερα από κάποιες πλευρές για μένα… Αγαπώ τον κινηματογράφο, είναι η ζωή μου και προσπάθησα να διορθώσω τα πράγματα. Όχι για να μου πουν μπράβο αλλά γιατί έτσι ένιωθα – τι να κάνουμε. Είμαι αυτοδίδακτος, δεν πήγα σε σχολή κινηματογράφου, δούλεψα, είμαι παιδί του πλατό.

Όταν κάνατε τις πρώτες ταινίες με τον Αγγελόπουλο, είχατε συνείδηση ότι γυρίζατε ταινίες που έγραφαν ιστορία;

Όχι, βέβαια. Λόγω πολιτικής τοποθέτησης είχα βαρεθεί τα φτερά και πούπουλα. Έψαχνα να βρω κάτι άλλο και υπήρχε τότε μια κίνηση με τις μικρού μήκους από τον Βούλγαρη, τον Λιαρόπουλο, τον Κατακουζηνό, τον Αγγελόπουλο. Ήμασταν μια ομάδα που θέλαμε να κάνουμε κάτι άλλο. Ήμουν νέος και δεν μπορούσα να κάτσω άλλο στη Φίνος Φιλμ. Μου συνέβη και κάτι άλλο, ο Θόδωρος μου είχε αλλάξει την αισθητική. Όταν ξεκινήσαμε τις «Μέρες του ’36», έπρεπε παράλληλα να κάνω μια κωμωδία, γιατί ήμουν μισθωτός στη Φίνος Φιλμ. Σε ένα γύρισμα πέρασε μια ημέρα ολόκληρη και δεν μπορούσα να φωτίσω ένα πλάνο. Εκεί κατάλαβα ότι δεν πήγαινε άλλο. Είπα στον Φίνο ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω. Μου είπε, αν βγεις στο ελεύθερο επάγγελμα, θα πεινάσεις. Αλλά δεν μπορούσα να δουλέψω πια μαζί του και δεν θεωρούσα τίμιο να μείνω. Ήμουν νέος και με έτρεφε η ελπίδα, δεν υπολόγιζα ούτε οικονομικά, ούτε τίποτα. Ήμασταν η παρέα η οποία ονειρευόταν να κάνει έναν άλλο κινηματογράφο. 

Από το να φωτογραφίζετε τη Βουγιουκλάκη, ήταν μεγάλη διαδρομή μέχρι τον «Θίασο» και τον «Ιωάννη τον Βίαιο»…

Ναι. Μετά άρχισε να πέφτει και ο εμπορικός κινηματογράφος και δεν είχα τίποτα να περιμένω από εκεί. Φυσικά, δεν μπορούσα να ζήσω από τις ταινίες του Αγγελόπουλου και της Μαρκετάκη κι έτσι είπα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου έξω. Είχα κάνει μια γαλλο-βελγο-αγγλική ταινία, την AUSTRALIA, με την οποία βραβεύτηκα στη Βενετία και είχε αρχίσει να κυκλοφορεί το όνομά μου.

Πείτε μου τις διαφορές μεταξύ των διεθνών σταρ και των Ελλήνων στο πλατό.

Οι ξένοι σταρ, οι μεγάλοι ηθοποιοί και κυρίως οι Αγγλοσάξονες, είναι πολύ σοβαροί. Δουλεύουν πάρα πολύ σοβαρά με τον σκηνοθέτη τους χαρακτήρες, τον διάλογο.

Δεν έχουν κανέναν βεντετισμό;

Κανέναν. Δούλεψα με την Μπίμπι Άντερσον και δεν είχε τους βεντετισμούς που είχε η Βουγιουκλάκη. 

Κάνατε και την «Κραυγή Γυναικών» του Ντασέν με τη Μελίνα και την Μπέρστιν.

Η Μελίνα ήταν ένας χείμαρρος, αλλά η  Έλεν Μπέρστιν κι αν δεν δούλευε – όπως όλοι οι μεγάλοι ηθοποιοί. Έχω δουλέψει στην Αγγλία με τον Κλάιβ Όουεν, με τον Ίαν Μακέλεν, ονόματα πολύ μεγάλα. Ερχόντουσαν στο πλατό πανέτοιμοι, φαινόταν ότι το προηγούμενο βράδυ είχαν προετοιμαστεί. Δούλεψα με τον Ντι Κάπριο, ένα παιδί ακόμα τότε, λίγο πριν κάνει τον «Τιτανικό». Ήμασταν στο Τζιμπουτί για την «Ολική Έκλειψη». Έκανε τρέλες ως παιδί, αλλά στο πλατό, μαζί με τον Ντέιβιντ Θιούλις, ήταν κι οι δυο εκπληκτικοί!

Παρακολουθείτε τον ελληνικό κινηματογράφο;

Όχι, δεν τον παρακολουθώ πολύ. Τώρα τελευταία άρχισα, είδα κάποιες φετινές ταινίες. Μαθαίνω ότι υπάρχουν αρκετοί νέοι και ταλαντούχοι κινηματογραφιστές, αλλά ακόμα δεν έχω πλήρη εικόνα για να εκφέρω γνώμη. Ξέρεις, οι ταινίες στην Ελλάδα γίνονται χάρη στον πατριωτισμό των Ελλήνων κινηματογραφιστών. Κανένας δεν πληρώνεται σωστά, αλλά ο Έλληνας καλλιτέχνης έχει το ψώνιο, θα την προσέξει τη δουλειά, ασχέτως αν οικονομικά κλαίει… Κι εγώ, πριν φύγω, για τις 10 τελευταίες ταινίες που έκανα, δεν πληρώθηκα τίποτα.

Φαντάζομαι ότι ήταν μεγάλο σοκ όταν μάθατε για το ατύχημα του Αγγελόπουλου.

Ήταν, όντως, μεγάλο σοκ. Στενοχωρήθηκα πολύ. Μαζί του έκανα 11 ταινίες – τις καλύτερές μου. Ως συνεργάτες ήμασταν τόσο δεμένοι, σαν ένας άνθρωπος. Ήταν σαν να έχασα τον μισό μου εαυτό. Μια μεγάλη απώλεια και για μένα προσωπικά και για τον ελληνικό κινηματογράφο. 

Χαρήκατε για την τιμή που σας έκαναν με τη θέση του προέδρου του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;

Χάρηκα, βέβαια. Μου έκανε την πρόταση ο υπουργός Πολιτισμού και είπα αν μπορώ να δώσω κάτι στον κινηματογράφο, να έρθω. Δεν ξέρω ακόμα ούτε τις υποχρεώσεις μου ως προέδρου, ούτε τις δικαιοδοσίες.

Τι οραματίζεστε;

Δεν έχω σκεφτεί ακόμα, είναι νωρίς. Απλώς, έχω εμπειρία από τα φεστιβάλ όπου έχω συμμετάσχει και ξέρω πώς λειτουργούν. Πρέπει να κάνουμε την πρώτη συνεδρίαση, να δούμε τα προβλήματα, τις δυνατότητες, τι μπορούμε να αλλάξουμε. Θα ξέρω να σου πω στην επόμενή μας συνέντευξη.

Εσείς τη θέση αυτή την είδατε και σε σχέση με τις κρίσιμες στιγμές που ζούμε ως χώρα; Θελήσατε να προσφέρετε κάτι στην Ελλάδα;

Βεβαίως και θέλω να προσφέρω. Γεννήθηκα, μεγάλωσα, ανδρώθηκα με τον ελληνικό κινηματογράφο. Μπορεί να λείπω 25 χρόνια, αλλά παραμένω Έλληνας, με τρώει. Η Ελλάδα, όπου και να πάω, με πληγώνει.

Η Ελλάδα πάντα πληγώνει.

Το θέμα είναι ότι οι Έλληνες πρέπει να αλλάξουν. Και πιστεύω ότι αυτήν τη φορά θα αλλάξουν και θέλω να είμαι ένα μικρό κομμάτι της νέας Ελλάδας. Γι’ αυτό δέχτηκα τη θέση αυτή.

Τι σας λείπει, τι νοσταλγείτε από την εποχή του «Θιάσου»;

Νοσταλγώ όλη εκείνη την εποχή, γιατί ήμουν νέος. Ήλπιζα ότι θα άλλαζε κάτι, ότι όλοι μαζί θα κάναμε κάτι. Αυτό μου λείπει. Εδώ είμαι μόνος, γι’ αυτό ξαναγυρίζω, για να ξαναζήσω αυτή την αίσθηση που είχα ως νέος ονειροπόλος ότι θα αλλάξω τον κόσμο.

Μα, πιστεύετε ειλικρινά ότι μπορεί να αλλάξει ο κόσμος;

Δεν αλλάζει. Το ’μαθα. Αλλά μου λείπει το να παλεύεις. Ασχέτως αν αλλάζει ή δεν αλλάζει κάτι. Αν πεις «δεν αλλάζει» και μείνεις αμέτοχος, τελείωσες.