27 Φεβρουαρίου 2015

Ένα ζευγάρι μπότες




Του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου (από εδώ)


Στο Χρόνο του ταξιδιού (1983), το ντοκιμαντέρ που σκηνοθέτησε ο Αντρέι Ταρκόφσκι μαζί με τον σεναριογράφο Τονίνο Γκουέρα, την περίοδο που ταξίδευαν στην Ιταλία για να βρουν τοποθεσίες όπου θα γύριζαν τη Νοσταλγία (1983), την προτελευταία ταινία του Ταρκόφσκι, υπάρχει ένα σημείο που μου αρέσει πολύ: είναι καλοκαίρι, η παρέα κάθεται σ’ ένα τραπεζάκι, ο Ταρκόφσκι φοράει σορτς, στο βάθος η θάλασσα, κάποιος κόβει ένα καρπούζι στα δύο, προσφέρει ένα μεγάλο κομμάτι στο Ταρκόφσκι και ο Ταρκόφσκι δαγκώνει το κομμάτι.
 
Σπάνια βλέπεις τόσο ευθύβολες σκηνές στις ταινίες του.

Πιστεύω πως ο καθένας που αγαπάει τον κινηματογράφο, περνάει τη φάση Ταρκόφσκι, τη φάση δηλαδή που ψάχνει για έναν Άγιο (και τον βρίσκει), αλλά καλό είναι, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, να στρέφει την εικόνα του Αγίου προς τον τοίχο και ν’ αγνοεί το βλέμμα του. Ειδικά τους κινηματογραφιστές, ο Ταρκόφσκι μπορεί εύκολα να τους μπλοκάρει. Γιατί αν κοιτάς κάτι τόσο υψηλό, μάλλον τότε δεν θα προλάβεις να κατέβεις χαμηλά και να κοιτάξεις τα πόδια σου. Κανείς δεν φτιάχνει κάτι με ειλικρίνεια, αν δεν λάβει υπ’ όψιν το δικό του ύψος, και η στρατιά των βαρύγδουπων επιγόνων του Ταρκόφσκι το αποδεικνύει: αφού παραγέμισαν το στόμα τους με τη λέξη «ποιότητα», ξέχασαν να την καταπιούν.

Βέβαια ο Ταρκόφσκι ήταν μεγάλος (που σημαίνει: μεγαλοφυής, μεγαλειώδης, μεγαλόστομος) και οι ταινίες του είναι υπέροχες, μόνο που πάντα τους λείπει εκείνη η αίσθηση οικειότητας για τα πράγματα, καθώς υπάρχει ένα μόνιμο δίχτυ που χωρίζει τα πράγματα από εμάς. Έτσι χάνεται η επαφή με το τετριμμένο, που είναι αναγκαία για τον κινηματογράφο, κάτι που ο Ταρκόφσκι, ενώ το προσπάθησε, δεν το κατάφερε, γιατί, κατά τη γνώμη μου, ποτέ δεν έπαψε να περιχαρακώνει τις ταινίες του με έννοιες. Ακόμη κι αν ισχυρίζεται στο Χρόνο του ταξιδιού πως το σινεμά πρέπει να είναι αδιαχώριστο από τη ζωή (από τη ζωή του σκηνοθέτη), ο Ταρκόφσκι ποτέ δεν διέλυσε τη διαχωριστική φλούδα, ούτε καν στον Καθρέφτη (1974), την πιο αυτοβιογραφική του ταινία.

Ίσως την καλύτερη ισορροπία την πέτυχε στο Μαρτυρολόγιο (1989), γιατί εκεί, στα ημερολόγιά του, ανακάτεψε την καθημερινή αγωνία, την τέχνη, τα χρήματα και το θρησκευτικό συναίσθημα με τον πιο άμεσο τρόπο. Μια προσευχή συνυπάρχει με μια σημείωση για την αγορά ενός ζευγαριού μπότες και ο χρόνος προχωράει ως την τελική εγγραφή, δυο εβδομάδες προτού πεθάνει: «Άμλετ… Όλη την ημέρα στο κρεβάτι, χωρίς να σηκωθώ καθόλου. Πόνοι στην κοιλιά και στη μέση. Πονάνε και τα νεύρα μου. Δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια».

Δεν ξέρω τελικά αν φόρεσε ποτέ το ζευγάρι μπότες που είχε αγοράσει στη Ρώμη το ’79. Πάντως σ’ εκείνες τις φωτογραφίες, στο σπίτι του κινηματογραφικού παραγωγού Ανατόλ Ντομάν που τον φιλοξένησε στο Παρίσι την τελευταία περίοδο της ζωής του, ο Ταρκόφσκι, ντυμένος στ’ άσπρα, μ’ ένα πουλί να έχει καθίσει ήρεμο πάνω στο χέρι του, φοράει παντόφλες.